Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδρομικά [ana∂romiká] adv
- ① retrospectively:
- ζείτε ~ |
- ζούσε ~ κάμποσες ηρωικές ώρες (Myriv) |
- όλα φωτίζονται ~ |
- καταγράφει ~ κάποιες εμπειρίες |
- μια έκλειψη που περιγράφουν τα κινέζικα χρονικά οι Eυρωπαίοι αστρονόμοι βεβαίωσαν ~ σ' όλες τις φάσεις της (Evelpidis)
- ② retroactively, ex postfacto:
- αύξηση των μισθών κατά 10% ~ από τον Iούλιο του προηγουμένου έτους |
- η βασιλική πράξη δεν μπορεί πρώτα να ενεργείται από τον βασιλιά και δεν νομιμοποιείται ~ με το να την υπογράψει εκ των υστέρων ένας αρμόδιος υπουργός (Christidis EΣ)
[der of αναδρομικός]
- ① retrospectively: