Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδρομή η [anaδromí] Ο29 : 1.ανασκόπηση, διήγηση ή αναπόληση γεγονότων: Στην αρχή του βιβλίου γίνεται μια σύντομη ~ στα επιτεύγματα των πρωτοπόρων της επιστήμης. H ομαλή χρονολογική εξέλιξη της ταινίας διακόπτεται από αναδρομές στη ζωή του ήρωα, φλας μπακ. Aκούγοντας τα παλιά τραγούδια έκανε μια νοσταλγική ~ στα νεανικά του χρόνια. 2. (φιλοσ.) πορεία από τα συμπεράσματα στις αρχές, από τα αποτελέσματα στις αιτίες, από το σύνθετο στο απλό.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀναδρομή `επιστροφή, επανάληψη΄· 2: σημδ. γαλλ. régression]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναδρομή η· ανανδρομή.
-
- 1) Περιπλάνηση, μετάβαση από τόπο σε τόπο:
- μετά πολλήν αναδρομήν ανεγυρεύσασίν με (Λίβ. Esc. 2555).
- 2) Kορμοστασιά:
- (Kαλλίμ. 32).
[αρχ. ουσ. αναδρομή. H λ. και σήμ.]
- 1) Περιπλάνηση, μετάβαση από τόπο σε τόπο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδρομή [ana∂romí] η, (L)
- ① regression, retrogression
- ⓐ mus repetition of a part of a composition, repeat
- ② retrospection, referral (to), retrospective survey, review (of) (near-syn αναφορά, εξέταση, and/or αφήγηση):
- ~ στα κείμενα, στις πηγές, στο αρχαίο δράμα, στους αρχαίους πολιτισμούς, στο βίο του ελληνισμού, στην ιστορία (syn ιστορική αναδρομή) αναδρομές στους κλασικούς, στη μυθολογία κλ |
- κάνω μια σύντομη ~ στα περασμένα (στο παρελθόν)
[fr MG αναδρομή ← AG, K ἀναδρομή 'going up, ascent']