Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδοχή η [anaδoxí] Ο29 : (λόγ.) η ενέργεια του αναδέχομαι, η αποδοχή κάποιας υποχρέωσης. || (νομ.): H ~ χρέους.
[λόγ. < ελνστ. ἀναδοχή `ενέχυρο΄, αρχ. σημ.: `αποδοχή΄ σημδ. γαλλ. acceptation]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναδοχή η.
-
- 1) Yποδοχή:
- (Xρον. Mορ. H 8620).
- 2) Eύνοια:
- τιμήν κι αναδοχήν έδειχνε προς εκείνον (αυτ. 8249).
[αρχ. ουσ. αναδοχή. H λ. και σήμ.]
- 1) Yποδοχή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδοχή [ana∂o í] η,
- undertaking, assuming:
- η ~ μιας αποστολής, μιας ιστορικής ευθύνης (Terzakis) |
- η μαρτυρική ~ εγκλημάτων άλλων (Sachinis) |
- θέμα του προβλήματος είναι αποφυγή ή ~ του κινδύνου (Despotop)
[fr MG αναδοχή ← K, AG ἀναδοχή (: ἀναδέχομαι)]
- undertaking, assuming: