Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδουλειά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναδουλειά η [anaδulá] Ο24 : (οικ.) έλλειψη δουλειάς, συνήθ. για εμπορική απραξία ή για μειωμένη εμπορική κίνηση: Φέτος είχαμε μεγάλες αναδουλειές στην αγορά. Έπεσε μεγάλη ~.

[ανα- (δες α- 1) δουλειά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες