Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδουλειά η [anaδulá] Ο24 : (οικ.) έλλειψη δουλειάς, συνήθ. για εμπορική απραξία ή για μειωμένη εμπορική κίνηση: Φέτος είχαμε μεγάλες αναδουλειές στην αγορά. Έπεσε μεγάλη ~.
[ανα- (δες α- 1) δουλειά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδουλιά [ana∂uljá] η,
- lack of work, slump in business, slack time (syn αεργία, ανεργία, κεσάτια, [εμπορική] κρίση):
- έχουμε (μεγάλες, πολλές, φοβερές) αναδουλιές |
- η ~ φέρνει φτώχεια |
- μιλάνε για τις αναδουλιές και τα κεσάτια, or την ~ και τη στέρηση |
- αποκαμωμένοι από την ~ (Terzakis) |
- η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ζαρώνει καχεκτική στην ~ και στην αγωνία του καθημερινού ψωμιού (Floros)
[fr αδουλιά (so in Thrace) w. αν- to re-inforce the privative sense, der of άδουλος 'not working' (whence also LMG αδούλης and αναδούλης), cpd w. δουλεύω 'to work']
- lack of work, slump in business, slack time (syn αεργία, ανεργία, κεσάτια, [εμπορική] κρίση):