Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδομώ [anaδomó] -ούμαι Ρ10.9 : αλλάζω τη δομή, τον τρόπο με τον οποίο είναι συγκροτημένο κτ.: Ο πρωθυπουργός αναδόμησε την κυβέρνηση.
[λόγ. αναδόμ(ηση) -ώ (αναδρ. σχημ.)]