Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδιπλασιασμός ο [anaδiplasiazmós] Ο17 : (γλωσσ.) στην αρχαία ελληνική γλώσσα, η επανάληψη στην αρχή μιας λέξης ενός ή περισσότερων φθόγγων ή και ολόκληρης συλλαβής, φαινόμενο που παρουσιάζεται κυρίως στο σχηματισμό του παρακειμένου και του υπερσυντελίκου, π.χ. τέμνω - τέτμηκα. || Ενεστωτικός ~, που παρατηρείται ορισμένες φορές στο ενεστωτικό θέμα, π.χ. δίδωμι.
[λόγ. < ελνστ. ἀναδιπλασιασμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδιπλασιασμός [ana∂iplasiazmós] ο,
- ① redoubling, reduplication:
- ο νοητικός οργασμός με την ιδεοπλασία του προκαλεί ... τους αναδιπλασιασμούς των συγκινήσεων (Papanoutsos)
- ② gramm reduplication of an initial consonant + vowel in AG as in γι-γνώσκω, δι-δάσκω, δέ-δωκα, πέ-πομφα, τέ-τανος etc:
- ενεστωτικός ~, ~ του παρακειμένου, παραγωγικός ~ |
- η αρχαΐζουσα καθαρεύουσα (μ' ελάχιστες παραχωρήσεις στην ομιλουμένη) δεν υποχωρεί ούτε προ των αναδιπλασιασμών (Melas)
[fr ByzG (Etym.m.) αναδιπλασιασμός]
- ① redoubling, reduplication: