Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδιπλασιάζω [anaδiplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : (γραμμ.) κάνω αναδιπλασιασμό.
[λόγ. < ελνστ. ἀναδιπλασιάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδιπλασιάζω [ana∂iplasiázo] mi αναδιπλασιάζομαι
- ① redouble, reduplicate
- ② double, duplicate:
- η θυσία των γυναικών αναδιπλασιάζεται (Michelis)
[ByzG, cpd of ανα- w. διπλασιάζω]