Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδιοργανώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναδιοργανώνω [anaδiorγanóno] -ομαι Ρ1 : οργανώνω κτ. από την αρχή για να βελτιωθεί, για να γίνει καλύτερο, αποδοτικότερο: Εμπειρογνώμονες ανέλαβαν να αναδιοργανώσουν τις αστικές συγκοινωνίες. Πρέπει να αναδιοργανωθεί το εθνικό σύστημα υγείας.

[λόγ. ανα- διοργαν(ώ) -ώνω μτφρδ. γαλλ. réorganiser]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναδιοργανώνω [ana∂iorγanóno] aor αναδιοργάνωσα, subj αναδιοργανώσω, pass αναδιοργανώνομαι, aor αναδιοργανώθηκα, subj αναδιοργανωθώ, (L)
  • reorganize (syn ανακαινίζω, μεταρρυθμίζω):
    • αναδιοργάνωσε το βιβλιοπωλείο |
    • αναδιοργανώνει την πατριαρχική σχολή |
    • αναδιοργάνωσε το στρατό, την παιδεία, τη γεωργία |
    • ο αρχιστράτηγος ανέλαβε να αναδιοργανώσει τη στρατιά |
    • είναι καιρός πια να αναδιοργανωθεί η χώρα και να συγχρονιστεί (Vacalop)

[fr kath αναδιοργανώ (-όω), cpd of ανα- & διοργανώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες