Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδιαμόρφωση [ana∂iamórfosi] η,
- ① reworking, remodeling, altering (near-syn ανακατασκευή
- ② fig improving change:
- παιδεύει το κεφάλι του συγγραφέα και η ~ της σκέψης (Evelpidis).