Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδεύω [anaδévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1 : 1.ανακινώ κτ., κυρίως ένα ρευστό μείγμα, συχνά χρησιμοποιώντας κάποιο εργαλείο, για να πετύχω την τέλεια ανάμειξη των συστατικών του, το ανακατεύω: ~ το υγρό για να διαλυθεί το κατακάθι. Nα αναδεύετε καλά το φάρμακο πριν από κάθε χρήση. 2. κινώ κτ. ελαφρά: Ο αέρας ανάδευε τα μαλλιά της. || κινούμαι ελαφρά: Είδα κάτι ν΄ αναδεύει πίσω από τους θάμνους, να σαλεύει. Ένιωθε το μωρό να αναδεύει στην κοιλιά της. Ξύπνησε και άρχισε να αναδεύεται.
[ελνστ. ἀναδεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναδεύω.
-
- 1) Aνακατεύω:
- στέαρ χοίρειον … μετά κλημάτων τέφρας αναδεύσας (Iερακοσ. 48313).
- 2) Συγχέω· αναμειγνυόμενος σε κ. φέρω σ’ αυτό σύγχυση:
- όλους τους αναδεύει (Θησ. H´ [813]).
[μτγν. αναδεύω. H λ. και σήμ.]
- 1) Aνακατεύω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδεύω [ana∂évo] ipf ανάδευα, aor ανάδεψα, subj αναδέψω, mediop αναδεύομαι & αναδεύουμαι, ipf αναδευόμουν, aor αναδεύτηκα (rare αναδεύθηκα), subj αναδευτώ, ppp αναδεμένος
- Ⓐ trans
- ① move lightly (syn κινώ ελαφρά, σαλεύω):
- ~ τα φτερά, το φρύδι, το στόμα, τα χείλη, τη γλώσσα κλ
- ⓐ give a stir, to stir (syn ανακατώνω):
- ~ τη φωτιά give the fire a stir (syn συνδαυλίζω) |
- ~ένα μίγμα stir a mixture |
- ~το φαΐ, το γάλα, τον καφέ |
- ~ το βούρκο, τον πηλό, τις λάσπες |
- ~τα μαλλιά μου |
- ο αέρας ανάδεψε τα κλαδιά the wind rustled (or shook, moved) the branches |
- ένα ελαφρό αεράκι αναδεύει τα πεύκα (ChZalokostas) |
- κάποια πνοή ανάδευε τα φύλλα της κληματαριάς (KPolitis) |
- poem κι ο αλεπονούσης τσουκνογέλασε, τα γένεια του αναδεύει (Kazantz Od 9.1008)
- ② fig cause sth to be, keep sth alive, stir:
- ~ τα πάθη |
- αναδεύει τις ντροπές της γειτονιάς or του χωριού |
- ~ κάτι στο μυαλό μου or στο νου μου I ponder, contemplate sth |
- η ελπίδα αναδεύει τις ψυχές |
- προσωπικές αναμνήσεις αναδεύουν την ψυχή μας |
- η Mουσική αναδεύει ολόκληρη τη συναισθηματική μας πείρα (Papanoutsos) |
- η αισθητική μελέτη των φαινομένων αναδεύει τις πνευματικές ανησυχίες (Dimaras)
- ③ fig agitate, disturb, upset (syn ανακατώνω, διαταράσσω, κάνω άνω-κάτω):
- μη μας αναδεύης, χριστιανέ μου! |
- μια ταραχή βουβή ανάδευε σύψυχα τους χριστιανούς (Petsalis) |
- το θέαμα τού ανάδεψε τα σωθικά· τον άρπαξε και τον πέταξε στο δρόμο (Karagatsis)
- Ⓑ intr
- ④ move lightly (syn σαλεύω [ελαφρά]):
- τ' άγρια χορτάρια ανάδευαν στον άνεμο |
- μια σημαία ανάδευε |
- το παιδί ανήσυχο αναδεύει στο στρώμα |
- το παιδί αναδεύει στην κοιλιά της μάνας |
- ο άρρωστος αναδεύει ακόμα the sick man shows signs of life (of a person at death's door) |
- τα χείλη του ανάδευαν, κάτι έλεγαν (Karagatsis) |
- δυο ήσκιοι αναδεύανε ανάμεσα στα ξύλα (Myrivilis) |
- poem ... κι ο κάμπος μ' ένα σάλο | του ανέμου του ανοιξιάτικου αναδεύει (Sikel)
- ⑤ be in existence or present, stir:
- ανησυχία, επιθυμία, οργή κλ ανάδευε |
- κάτι παράξενο αναδεύει μέσα του |
- κάποιος στοχασμός ανάδευε εντός μας (Karagatsis) |
- στην άκρη των χειλιών του ανάδευε κάτι σαν κλάμα και χαμόγελο μαζί (id.)
- Ⓒ mi αναδεύομαι
- ⑥ move (syn κινούμαι, σαλεύω):
- το πλήθος (η φανταρία) αναδεύτηκε |
- κόσμος αναδεύονταν πέρα-δώθε |
- χιλιάδες τουρκομάνι αναδεύεται σα χαλασμένη μερμηγκοφωλιά (Vlachogiannis) |
- αναδευόταν στο στρώμα |
- αναδεύεται σαν το σκουλήκι |
- αναδεύονται χέρια, αναδεύτηκαν τα χείλη του |
- ένας μυώνας της ωμοπλάτης αναδεύτηκε |
- η θάλασσα των αναμμένων κεριών αναδεύεται (Melas) |
- η δεντρογαλιά αναδεύεται όρθια στην ουρά της (id.) |
- τα μαλλιά της αναδεύονται λυτά στις πλάτες της (Palam) |
- στο Kάστρο αναδεύεται το μπαϊράκι (Petsalis)
- ⑦ mi stir or pass be stirred:
- το νερό αναδεύεται, ενώ βράζει καθότι θερμαίνεται εκ των κάτω (KPikros) |
- η ψυχή μου αναδεύτηκε |
- μέσα του αναδεύεται κάτι που αξίζει |
- αναδεύονται στοχασμοί |
- ένας νέος κόσμος αναδεύεται στις ορεινές περιοχές (Vacalop) |
- ο ουρανός αναδευότανε από γαλάζια φτερουγίσματα (KPolitis) |
- ένα σωρό ερωτήματα αναδεύονται μέσα μου (Floros) |
- poem ... τόσον | αιθερόπλαστοι αναδεύονται κάποιοι ήχοι (Palam) |
- ακούγονταν ...| τα χελιδόνια που αναδεύονταν στον ύπνο τους μες στις χλιαρές φωλιές τους (Ritsos) |
- έτσι είπε, κ' εκεινού αναδεύτηκε βαθιά η καρδιά στα στήθη (Homer Il 4.208 Kaz-Kakr)
[fr MG αναδεύω ← K 'soak, imbue', cpd w. δεύω 'wet, drench; make to flow']