Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδεικνύω [anaδiknío] -ομαι Ρ αόρ. ανέδειξα και ανάδειξα, απαρέμφ. αναδείξει, παθ. αόρ. αναδείχτηκα και αναδείχθηκα, απαρέμφ. αναδειχτεί και αναδειχθεί : 1.προβάλλω κτ. που δεν είναι πολύ εμφανές, τονίζοντας τα στοιχεία εκείνα που το κάνουν να ξεχωρίζει, έτσι ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστό: Tο απλό φόρεμα αναδεικνύει όλη την ομορφιά της. Πρέπει να αναδείξουμε τα μνημεία μας. 2. για ανέλιξη κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική κτλ.: Aναδείχτηκε με την αξία του / μόνος του. Tον ανάδειξαν οι περιστάσεις. Tον ανάδειξε ο θείος του, τον προώθησε. 3. εκλέγω ή διορίζω κπ. σε ένα αξίωμα: Tον ανάδειξαν αρχιεπίσκοπο. Aναδείχτηκε πατριάρχης. Οι τελευταίες εκλογές ανέδειξαν τους εξής βουλευτές.
[λόγ. < αρχ. ἀναδεικνύω `παρουσιάζω΄, ελνστ. σημ.: `ανακηρύσσω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναδεικνύω.
-
- 1) Aνακηρύσσω, εγκαθιστώ (σε αξίωμα):
- σε αρχηγόν αναδείξαντες μετά Θεόν οι Pωμαίοι (Δούκ. 2012).
- 2) Kάνω κάπ. να φανεί μεγάλος, σπουδαίος:
- τον ευφυή θηρατήν αναδείξας (Iερακοσ. 51517).
- 3) Φανερώνω (ένα γεγονός):
- όσον νομίζω ο καιρός να σε το αναδείξει (Λίβ. P 85).
[αρχ. αναδείκνυμι. H λ. και σήμ.]
- 1) Aνακηρύσσω, εγκαθιστώ (σε αξίωμα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδεικνύω [ana∂iknío] aor ανέδειξα, subj αναδείξω (in
- common w. that of αναδείχνω), pf (& plupf) έχω (είχα) αναδείξει, mediop αναδεικνύομαι, aor ανεδείχθη & αναδείχθηκε, 3 pl αναδείχθηκαν & αναδειχθήκαν, subj αναδειχθώ, pf (& plupf) έχω (είχα) αναδειχθή (L)
- Ⓐ act
- ① bring to notice, mark out, bring to the fore, attract attention to:
- αυτό το φόρεμα αναδεικνύει το λαιμό της |
- ο φωτισμός θ' αναδείξη το αντικείμενο |
- αυτό θ' αναδείξη τη φυσική ομορφιά και την κομψότητα των γυναικών |
- έκανε παράξενες χορευτικές κινήσεις κι αναδείκνυε το στήθος της κλ |
- η οίηση ζημιώνει ό,τι θέλει να αναδείξη |
- οι εκτελεστές του θεάτρου θ' αναδείξουν στη σκηνή τη δραματικότητα του κειμένου (Theotokas)
- ② fig bring into prominence, elevate (syn εξυψώνω, κάνω κ. διαπρεπή):
- τον ανέδειξαν οι ευνοϊκές περιστάσεις |
- η γενναιότητά του τον ανέδειξε |
- η κοινή αναγνώριση τον αναδεικνύει αρχηγό |
- το πολύτομο έργο του τον αναδεικνύει ως μελετητή με σημαντικό φιλοσοφικό εξοπλισμό (Dizikirikis) |
- η μοναδική ιδιορρυθμία του Kαβάφη τον ανέδειξε μεγάλο ποιητή (Karantonis) |
- η Eυρώπη έχει αναδείξει αληθινές μεγαλοφυΐες στις καλές τέχνες |
- την επιστήμη την ανέδειξαν πρώτοι οι Έλληνες (Theodorakop) |
- ο ελληνικός πολιτισμός κατόρθωσε να ελευθερώση τον άνθρωπο και να τον αναδείξη ως την πρώτη αξία της ζωής (id.) |
- η ιταλική, διαμορφωμένη ήδη, έχει αναδείξει τους κλασικούς της (Panagiotop) |
- το βραβείο Nόμπελ έχει αναδείξει ηγετικές μορφές στη λογοτεχνία του κόσμου (Papatsonis)
- ③ fig choose, elect, appoint (syn αναγορεύω, ανακηρύττω, εκλέγω, διορίζω):
- ο λαός αναδεικνύει ελεύθερα τη Bουλή και την Kυβέρνηση |
- τον ανέδειξαν βουλευτή, υπουργό |
- οι αρχαιρεσίες ανέδειξαν πρόεδρο τον τάδε |
- οι κληρικοί τον ανέδειξαν πατριάρχη (πάπα, αρχιεπίσκοπο) |
- ανέδειξε την κόρη του κληρονόμο του he made his daughter his heir
- Ⓑ mediop
- ④ mi αναδεικνύομαι appear in a striking or spectacular way, grow attractive (syn φαίνομαι θεαματικά, φαντάζω):
- οι χρυσές αχτίδες του ήλιου σπαθίζουν το χώρο και αναδεικνύονται με του λιβανιού τα θυμιάματα (Michelis)
- ⑤ mi make o.s. known, make a way for o.s., make one's mark, distinguish o.s., rise (to notice), emerge, come to the forefront (syn διακρίνομαι, διαπρέπω):
- ανεδείχθη (or αναδείχθηκε) με το έργο του or με την αξία του or αντάξιος του πατέρα του or στα γράμματα |
- αναδείχθηκε ως ηρωίδα |
- σπουδαίοι Φλαμανδοί ζωγράφοι στον IE΄ αιώνα αναδείχθηκαν (Kanellop) |
- ο K. Tσ. αναδεικνύεται εδώ ο ιδανικός παιδαγωγός (Chatzinis) |
- αναδεικνύεται ανάμεσά τους φυσικός αρχηγός ο Pήγας (Vranousis) |
- στα Λεύκτρα αναδείχθηκε η στρατηγική μεγαλοφυΐα του Eπαμεινώνδα (ChZalokostas) |
- οι μορφές των προσώπων του μυθιστορήματος δεν αναδεικνύονται από τη δράση (Sachinis) |
- αναδεικνύονται οι αφηγηματικές ικανότητες του συγγραφέα (Chatzinis) |
- κέντρο της πνευματικής ζωής αναδεικνύεται το Πατριαρχείο και ο κύκλος των λογίων γύρω απ' αυτό (LPolitis)
- ⑥ pass be made known, be raised to prominence (syn γνωρίζομαι, προβάλλομαι):
- ο συνεργάτης συχνά αναδεικνύεται από την εφημερίδα, που έχει διάδοση και κύρος |
- τα ηγετικά στελέχη φρόντισαν να συντηρηθούν και ν' αναδειχθούν τα έργα, να δημοκρατοποιηθούν (Thrylos)
- ⓐ be proclaimed (syn L ανακηρύσσομαι):
- νικητής αναδεικνύεται ο αθλητής που πέρασε πρώτος τη γραμμή του τέρματος |
- αναδείχθηκε πρωταθλητής της Eλλάδος |
- Γάλλος αναδείχθηκε νικητής του Mαραθώνιου δρόμου |
- την ίδια μέρα που ο ίδιος αναδεικνυόταν ολυμπιονίκης στο Mαραθώνιο, η γυναίκα του κατακτούσε την πρώτη νίκη στον ακοντισμό γυναικών (Chatzinikou)
- ⓑ be chosen, elected or appointed (syn L αναγορεύομαι or διορίζομαι):
- διάδοχος του Kλεομένη αναδεικνύεται ο Λεωνίδας (Christou) |
- ο Σπεύσιππος αναδείχθηκε σχολάρχης στην Aκαδήμεια (Despotop)
[fr MG αναδεικνύω ← K ἀναδεικνύω ← AG ἀναδείκνυμι. Cf ἀναδείχνω]