Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδασμός ο [anaδazmós] Ο17 : ανακατανομή της καλλιεργήσιμης γης, η αναδιανομή των γεωργικών κλήρων μιας περιοχής.
[λόγ. < αρχ. ἀναδασμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδασμός [ana∂azmós] ο, (L)
- ① agric redistribution (of land; sometimes resulting in consolidation of holdings):
- ~ της γης |
- έγινε ~ εξακοσίων χιλιάδων στρεμμάτων |
- πρέπει να επεκταθή ο ~ |
- συγκεντρώνοντας τα χωράφια σου με τον αναδασμό έχεις τις παρακάτω ωφέλειες |
- αποφεύγεις τις πολλές μετακινήσεις από το σπίτι στο χωράφι κλ (Yπουργείο Γεωργίας) |
- η σκόρπια ιδιοκτησία έγινε με τον αναδασμό ένα χωράφι μεγάλο, ποτιστικό, δίπλα στο δρόμο με πλούσια καλλιέργεια (ib)
- ② redistribution (in general):
- θα συντελεσθή ασφαλώς μετά πολλούς κλυδωνισμούς ένας παγκόσμιος ~ του πλούτου (Tsatsos) |
- με το έργο του ο Παλαμάς κατορθώνει τον αναδασμό των πνευματικών αξιών του Έθνους (id.)
[fr AG ἀναδασμός 'redistribution']
- ① agric redistribution (of land; sometimes resulting in consolidation of holdings):