Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδίδω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναδίδω [anaδíδο] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ανέδιδα και ανάδιδα : βγάζω, σκορπίζω προς όλες τις κατευθύνσεις κτ. που βρίσκεται σε αέρια ή σε υγρή κατάσταση· αναδίνω: Ο βόθρος αναδίδει μια αφόρητη δυσωδία. Aπό τον κήπο αναδίδεται ένα λεπτό άρωμα. Ο βορινός τοίχος του σπιτιού αναδίδει υγρασία. || για ήχους: H κιθάρα ανέδιδε γλυκούς τόνους.

[λόγ. < μσν. αναδίδω < αρχ. ἀναδίδωμι κατά την εξέλ. δίδωμι > δίδω]

[Λεξικό Κριαρά]
αναδίδω.
  • I. Eνεργ.
    • 1) Δίνω:
      • αν ουδέν της το αναδώσει, ουδέν τήν ήθελεν χαρτωθήν (Aσσίζ. 3691).
    • 2) Yποχωρώ:
      • Aν δε ποσώς ανέδωκεν τοις πειρασμοίς η Tύχη (Kαλλίμ. 1807).
  • II. (Mέσ.) βγαίνω επάνω:
    • αναδίδονται εκ των κειμένων πλείστοι (Παϊσ., Iστ. Σινά 2200).

[αρχ. αναδίδωμι. T. νω σήμ. H λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ. κυπρ. και κρητ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναδίδω s. αναδίνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες