Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγώγιμος, -η, -ο [anaγóyimos] (L) philos etc
- convertible, reducible:
- τα φαινόμενα που ζητούν να συμπεριλάβουν δεν είναι αναγώγιμα χωρίς υπόλοιπο στη μια αιτία, τη μια ουσία ή αρχή (Lambridi) |
- αποτελείται το ον από περιοχές ή τάξεις όχι αναγώγιμες η μια στην άλλη, αλλά ουσιαστικά, ριζικά διάφορες; (Papanoutsos) |
- ψυχή ατομική ... με πνευματικό περιεχόμενο μη αναγώγιμο (Spandonidis) |
- ομορφιά παλλόμενη από μια ψυχή παρούσα και μη αναγώγιμη (id.)
- ⓐ noun μη αναγώγιμο το, σε γενίκευση
[neol, der of αναγωγή w. suff -ιμος]
- convertible, reducible: