Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγόρευση η [anaγórefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναγορεύω· η επίσημη και δημόσια απονομή σε κπ. ενός τίτλου, ενός αξιώματος κτλ.: H ~ του πατριάρχη. H αναγόρευσή του σε διδάκτορα.
[λόγ. < αρχ. ἀναγόρευ(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγόρευση [anaγórefsi] η, gen αναγόρευσης & αναγορεύσεως (L)
- public proclamation (syn ανακήρυξη):
- ~του πατριάρχη, ~ του βασιλέως
- ⓐ official awarding of a university title:
- ~ διδάκτορος granting of the title of doctor
[fr AG ἀναγόρευσις, der of ἀναγορεύω]
- public proclamation (syn ανακήρυξη):