Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγωγή η [anaγojí] Ο29 : 1.αναφορά σε κτ. ήδη γνωστό ή οικείο: H ανάπλαση παλιών εντυπώσεων αποτελεί άμεση ~ στο παρελθόν. 2α. (μαθημ.) μετατροπή σε κτ. ισοδύναμο αλλά απλούστερο: ~ ομοίων όρων. ~ κλάσματος, απλοποίηση ενός κλάσματος με την απαλλαγή του αριθμητή και του παρονομαστή από όλους τους κοινούς παράγοντες. || ~ στη μονάδα. β. (χημ.) αφαίρεση οξυγόνου από μια χημική ένωση ή προσθήκη οξυγόνου.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀναγωγή· 2: & σημδ. γαλλ. réduction]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγωγή η.
-
- 1) Kαταγωγή:
- επιζητεί της κόρης, το γένος, την αναγωγήν (Kαλλίμ. 598).
- 2) Aνέβασμα, εξύψωση, εξιδανίκευση:
- υψηλήν αναγωγήν του λόγου (Γλυκά, Aναγ. 335).
- 3) Mεταφορά (θεωρητική) ενός γεγονότος από μια περίπτωση σε μια άλλη, αλληγορία· δίδαγμα από διήγηση:
- Άκουε, την αναγωγήν, άνθρωπε, του θηρίου (Φυσιολ. 3739).
[αρχ. ουσ. αναγωγή. H λ. και σήμ.]
- 1) Kαταγωγή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγωγή [anaγoyí] η, (L)
- ① bringing up
- ⓐ med reflux, regurgitation (syn L αναρροή or ανάρροια)
- ② reducing, reduction, conversion (near-syn μετασχηματισμός, μετατροπή):
- ~ των ομοίων (όρων) (syn λογική αφαίρεση) |
- ~ σε καθαρές αξίες |
- η μέθοδος της αναγωγής |
- ~ του αγνώστου στο γνωστό |
- φαινομενολογική ~ |
- ~ ενός έμμεσου σε άμεσο |
- ~ της πίστεως σε γνώση με τη βοήθεια της φιλοσοφίας (Tatakis) |
- ~ του αγαθού σε απόλυτη αξία (Kanellop) |
- επιχειρεί την ~ της ιστορίας σε σύστημα |
- ~ του στρατού σε πολιτικό παράγοντα (Vima 16.VI.1972)
- ⓑ statist & math etc reduction:
- η ~ του όλου στα μικρά μέρη |
- statist ~ δεδομένων reduction of data |
- ~ ετερωνύμων κλασμάτων σε ομώνυμα |
- ~αλγεβρικής παραστάσεως σε άλλη ισοδύναμη |
- χημική ~
- ⓒ law distribution of a burden:
- δικαίωμα αναγωγής, e.g. ~ εναντίον εκείνου που ωφελήθηκε (από την πληρωμή αποζημίωσης που έκαμε άλλος) (Christidis)
- ③ following up (to a source or origin), referring, tracing back hist & philos etc:
- ~ του φαινομένου στην καθολική ιδέα |
- αφηρημένες διανοητικές αναγωγές σε a priori αρχές ή αξιώματα (Giannaras) |
- η φιλοσοφική ~ της γνώσης στη λογική της πρωταρχή (Theodorakop) |
- ~ στους θεούς ενός κοινωνικού θεσμού (Bakalakis) |
- κάθε ~ενός δημιουργού και ενός έργου σ' ορισμένες πηγές (Kanellop) |
- ~της αφετηρίας της ιστορίας του νέου ελληνισμού στις αρχές του 13 αι. (1204) (Vacalop) |
- ~ των έργων του πνεύματος στις αρχικές βιολογικές καταβολές (Papanoutsos) |
- στοιχεία βοηθούν στην προσπάθεια αναγωγής του αντιγράφου στο πρωτότυπο (άγαλμα) (Despinis)
- ④ bringing up, raising or rise, elevation, lifting up, exaltation (near-syn ανέβασμα, άνοδος, εξύψωση, ανύψωση, ανάταση, near-ant καταβύθιση):
- πολιτιστική ~ |
- ψυχική ~ |
- εσωτερική ~ |
- πνευματική ~, e.g. κατάκτηση της αρετής διαμέσου της πνευματικής αναγωγής (Panagiotop) |
- δικαίωμα αναγωγής σε υψηλότερα πολιτιστικά επίπεδα (id.) |
- ~ απάνω από το καθημερινό μέτρο |
- προσπάθεια μιας αναγωγής προς το πνεύμα |
- η αμάθεια αναστέλλει την ~ των μεγάλων κοινωνικών ομάδων σε επίπεδα ευρύτερης εποπτείας του κόσμου και του ανθρώπου (Panagiotop) |
- η ~ του χρέους στο συναίσθημα της δύναμης είναι παλαιά (Papanoutsos) |
- ~του λαϊκού μέλους στο επίπεδο της έντεχνης αξιοποίησής του (Theodorakis) |
- ~ της νοσταλγίας και της απαντοχής σε μορφή τέχνης (Vima 24.VIII.1965)
[fr MG, ByzG αναγωγή ← PatrG, K, AG]