Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγούλα η [anaγúla] Ο25α : (οικ.) τάση για εμετό, ναυτία: Έχω / μου έρχεται / με πιάνει ~. Aυτή η μυρωδιά μού φέρνει ~. Mόνο που τον βλέπω μου έρχεται ~.
[αναγουλ(ιάζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγούλα [anaγúla] η,
- ① rising of the stomach, sickness, nausea, qualm, queasiness (syn αναγούλιασμα 1, ανακάτωμα, λιγούρα, λιγωμάρα, ναυτία, τάση για εμετό):
- έχω ~ or αναγούλες feel squeamish |
- μια μυρουδιά τής έφερνε ~ |
- αυτό το φαΐ μού φέρνει (or προκαλεί) ~ makes me retch, turns my stomach |
- ~ με πιάνει or μ' έπιασε βαριά ~ |
- αισθάνομαι or νοιώθω ~ feel queasy, e.g. ένοιωθε ~ στη θέα του κρέατος |
- μου 'ρχεται ~, e.g. η ~ που μου είχε έρθει στο τραπέζι μ' έπιασε ξανά (Prevelakis) prov phr αν σου 'ρχεται ~, βάλ' το χέρι σου να ξεράσης said to one who is dissatisfied w. another's words or deeds |
- με την ~ τούτη στα σωθικά ξύπνησα (Kazantz)
- ② fig feeling of disgust (syn αναγουλιά 2 a):
- η ιδέα πως θα ιδή το γαμπρό τής έφερνε ~ (Karagatsis) |
- οι ξετσίπωτοι χοροί, η βάρβαρη μοντέρνα μουσική κλ τώρα μου προξενούν ~και φρίκη (Kazantz)
- ⓐ disgusting act or word (syn αηδής λόγος, αηδής πράξη, αηδία, αναγουλιά 2 b) usu pl αναγούλες οι, λέει αναγούλες:
- άφησε τις αναγούλες, σε παρακαλώ
- ⓑ region. (IonIsl, Epir, Peloponn etc) object of disgust or loathing, also of person:
- είσαι ~ |
- δεν έχουμε όρεξη τώρα για αναγούλες (Nirvanas)
[deverb formation fr αναγουλιάζω]
- ① rising of the stomach, sickness, nausea, qualm, queasiness (syn αναγούλιασμα 1, ανακάτωμα, λιγούρα, λιγωμάρα, ναυτία, τάση για εμετό):