Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγουλιαστικός -ή -ιά -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναγουλιαστικός -ή -ό [anaγulastikós] Ε1 : (οικ.) που προκαλεί αναγούλα: Aναγουλιαστικό φάρμακο / φαΐ / θέαμα / αστείο. Mια μυρωδιά αναγουλιαστική.

[αναγουλιασ- (αναγουλιάζω) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγουλιαστικός, -ή (& -ιά), -ό [anaγuljastikós]
  • ① causing nausea, nauseating (syn αηδιαστικός, αναγουλιάρικος, σιχαμερός):
    • λιπαρή αναγουλιαστική μυρωδιά |
    • ζεστή ήταν η μυρωδιά του λιβανιού, μου φάνηκε λίγο αναγουλιαστική (Kazantz) |
    • σηκώνεται αναγουλιαστικιά κνίσα από τα κοκορέτσια που στριφογυρίζουν απάνω στη θράκα (id.) |
    • η πατροπαράδοτη, η φοβερή, η αναγουλιαστική βρώμα της Kίνας ... ολοένα και λιγοστεύει (Panagiotop) |
    • τα πικρά κι αναγουλιαστικά γιατρικά (id.)
  • ② fig loathsome, disgusting:
    • αναγουλιαστικά αστεία |
    • αναγουλιαστική εμβρίθεια, αναγουλιαστική λεξιθηρία |
    • άρχισε να μου δηγάται μιαν ατέλειωτη, αναγουλιαστική του περιπέτεια (Kazantz) |
    • αξιοποιεί τα συχνά βρωμερά και αναγουλιαστικά τέλματα της καθημερινότητας (Panagiotop)

[fr *αναγουλιαστικός: αναγουλιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες