Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγουλιάζω [anaγulázo] Ρ2.1α μππ. αναγουλιασμένος : (οικ.) 1. έχω αναγούλα, έχω τάση για εμετό· ανακατεύομαι: Έφαγα πολλά γλυκά και αναγούλιασα. 2. προκαλώ αναγούλα: Aυτό το φαΐ μ΄ αναγουλιάζει.
[μσν. *αναγουλιάζω (πρβ. μσν. αναγουλίασμα) < ανα- γούλ(α) (στη μσν. σημ. `λαιμός΄) -ιάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγουλιάζω [anaγuljázo] &, region.
- (Sterea,_Eub, Cycl, Crete etc) αναγουλιώ, aor αναγούλιασα, mediop αναγουλιάζομαι, aor αναγουλιάστηκα, ppp αναγουλιασμένος
- Ⓐ intr
- ① feel sick, be inclined to vomit, feel qualmish, nauseate (at) (syn έχω αναγούλες, μου έρχεται αναγούλα, έχω τάση για εμετό, αηδιάζω):
- έφαγα πολύ or ήπια πολύ κρασί κι όλο ~ |
- αναγούλιασα με το φαΐ |
- ~ στη φουρτούνα |
- δυο μέρες αργότερα διατηρούσα στα ρουθούνια μου εκείνη τη βρώμα κι αναγούλιαζα ο κακότυχος! (Panagiotop) |
- prov phr όποιος αναγουλιάζει ας ξεράση (iron to the dissatisfied) (IVenizelos) |
- poem κι' αναγουλιούν της έρμης γυναικός τα σπλάχνα ως την αγγίξη (Kazantz Od 9.213)
- ⓐ mi αναγουλιάζομαι:
- τι έπαθες κι αναγουλιάστηκες;
- ② vomit (syn κάνω εμετό, ξερνώ) region. (Epir, Maced, Crete)
- ③ fig feel disgusted (w. sth or s.o.):
- folkt ο γέρος σιχάθηκε κι αναγούλιασε (Megas) |
- αναγούλιασα από τα καμώματά του |
- με κάνεις κι ~ με τις σαχλαμάρες σου |
- poem μα ο θεοφονιάς μουγγός αναγουλιάει και τη γροθιά του ασκώνει (Kazantz Od 16.1066) |
- μα εγώ που ~ | με γυναίκες αυτής της ηλικίας; (Stavrou Ar)
- Ⓑ trans
- ④ cause nausea, make retch, nauseate (syn ανακατεύω):
- η άσχημη μυρουδιά της σαρδέλας or το φαΐ μ' αναγούλιασε |
- poem το άσπρο κρινάνθι σου με αναγουλιάει κ' η γλύκα σου με γκώνει (Kazantz Od 24.1193)
- ⑤ fig disgust:
- αυτά που λες με αναγουλιάζουνε |
- τα ποιητικά λόγια του γέρου με αναγούλιαζαν (Kazantz) |
- (η ιδέα) να γίνω πια καθολικός με αναγούλιαζε (id.)
- ⑥ loath (syn σιχαίνομαι) region. (IonIsl, NGreece, Epir, Maced, Thess):
- τον ανεγούλιασε η καρδιά μου or η ψυχή μου
[fr LMG αναγουλιάζω (Somavera, 1709) bes -ιώ (Ger. Vlachos, 1659), der of adv *ανάγουλα fr ανά γούλα]