Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγνώστρια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναγνώστρια [anaγnóstria] η, (L)
  • female reader:
    • το περιοδικό Γυναίκα έχει πλήθος αναγνώστριες |
    • είμαι ~ μυθιστορημάτων

[f of αναγνώστης w. suff -τρια; cf σώστρια, μεθύστρια, τραγουδίστρια etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες