Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνώστρια [anaγnóstria] η, (L)
- female reader:
- το περιοδικό Γυναίκα έχει πλήθος αναγνώστριες |
- είμαι ~ μυθιστορημάτων
[f of αναγνώστης w. suff -τρια; cf σώστρια, μεθύστρια, τραγουδίστρια etc]
- female reader: