Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγνώστης ο [anaγnóstis] Ο10 θηλ. αναγνώστρια [anaγnóstria] Ο27 : 1.αυτός που διαβάζει, που αγαπά το διάβασμα και συνήθ. παρακολουθεί σταθερά τον τύπο: Kαλλιεργημένος / τακτικός / υποψιασμένος ~. Οι αναγνώστες εφημερίδων μειώθηκαν τα τελευταία χρόνια. Επιστολές αναγνωστών. Οι αναγνώστριες έχουν τη δική τους στήλη στο περιοδικό. Tο βιβλίο απευθύνεται τόσο στον ειδικό, όσο και στον κοινό αναγνώστη. 2. (εκκλ.) βοηθός του ιερέα και του ψάλτη που διαβάζει στην εκκλησία τον Aπόστολο και περικοπές της Aγ. Γραφής.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀναγνώστης (συνήθ. δούλος εκπαιδευμένος στην ανάγνωση)· 2: ελνστ. ή μσν. σημ.· λόγ. αναγνώσ(της) -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγνώστης ο.
-
- 1) Aυτός που διαβάζει κ.:
- (Ch. pop. 9), (Διγ. O 2396).
- 2) Πρόσωπο με κατώτερο εκκλησιαστικό βαθμό που βοηθεί το διάκονο και τον ιερέα στα έργα τους:
- ήτον αναγνώστης όπου είχεν καμμίαν χειροτονίαν (Aσσίζ. 38413).
[μτγν. ουσ. αναγνώστης. T. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Aυτός που διαβάζει κ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνώστης [anaγnóstis] ο,
- ① reader (syn [rare] διαβαστής):
- ~εφημερίδων, μυθιστορημάτων |
- ακούραστος ~λογοτεχνικών, ταξιδιωτικών κλ βιβλίων |
- επιστολή αναγνώστη |
- ο συγγραφέας πληροφορεί τον αναγνώστη στον πρόλογο |
- αυτήνη η μέρα, αδελφοί αναγνώστες, ήταν πολύ φαρμακερή διά την πατρίδα (Makryg) |
- σε μια τέτοια περίπτωση, αναγνώστη μου, η ζωή σου είναι ένα ξεφάντωμα (Spandonidis) |
- δεν είμαστε οι αναγνώστες, είμαστε οι κριτές (Panagiotop) |
- αναγνώστες μας αμφοτέρων των φύλων με γράμματά τους ενδιαφέρονται να μάθουν λεπτομέρειες για την εξάλειψη δυσμορφιών του προσώπου με τη χειρουργική αισθητική (GLadas) |
- η παιδαγωγική ψυχολογία φροντίζει για τον κακό αναγνώστη, για το βραδύ και καθυστερημένο (Geros) |
- poem πληθαντιλάλητος σαν ερημία ― ο μόνος του ~ (Melachrinos)
- ⓐ person paid to read aloud for an audience
- ② eccl assistant to the officiating priest and the cantor reading the epistle and some blessings, lay reader, anagnost (the lowest eccl order):
- το παιδί μου θα το κάμω αναγνώστη |
- ο δεσπότης χειροτόνησε το γιο του τάδε αναγνώστη |
- τον βλέπουμε με το ράσο του αναγνώστη σπουδαστή στην ανώτερη σχολή Λευκωσίας (Charis) |
- τότες ο ~ αρχίζει να λέγη τον Eξάψαλμο (Kontoglou) |
- όρθιος μπροστά στο αναλόγιο ο ~ καλόγερος διάβαζε μεγαλόφωνα (Papantoniou) |
- folks. κοπελιά στο παρεθύρι κι ~ στο κελί (Kerkyra; DPetrop)
[fr MG αναγνώστης ← PatrG, K]
- ① reader (syn [rare] διαβαστής):