Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγνωστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναγνωστικός -ή -ό [anaγnostikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ανάγνωση ή στον αναγνώστη: Aναγνωστική ικανότητα. Aναγνωστικό κοινό. || (ως ουσ.) το αναγνωστικό, το βασικό βιβλίο του δημοτικού σχολείου από το οποίο διδάσκεται η ανάγνωση.

[λόγ. < αρχ. ἀναγνωστικός `κατάλληλος για ανάγνωση΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγνωστικός, -ή, -ό [anaγnostikós] (L)
  • of or pertaining to reading, concerned w. reading:
    • αναγνωστικό βιβλίο (syn αναγνωστικό) |
    • αναγνωστικά βοηθήματα μαθημάτων |
    • αναγνωστικοί χάρτες |
    • αναγνωστικό κοινό(ν) reading public, readership (syn οι αναγνώστες) e.g. αναγνωστικό κοινό του περιοδικού, μιας εφημερίδας |
    • για ενημέρωση του ελληνικού αναγνωστικού κοινού (Dimaras) |
    • ο υψηλότερος σκοπός της δημοσιογραφίας θα είναι η δημιουργία αναγνωστικού κοινού (Athanasiadis-N) |
    • βρίσκει το έργο του απήχηση στις μεγάλες αναγνωστικές μάζες (Papanoutsos) |
    • η αναγνωστική δίψα του κοινού |
    • αναγνωστική ικανότητα reading ability, e.g. αβγάτισμα της αναγνωστικής ικανότητας των μαθητών (Geros) |
    • πολλά έργα έχουν καθιερωθή στην αναγνωστική συνείδηση του κοινού

[fr ByzG, PatrG ἀναγνωστικός ← AG, K, PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες