Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνωστικό [anaγnostikó] το,
- school reading-book, reader:
- η Bίβλος ήταν το πρώτο, του ~ |
- το ~ έπαψε να είναι το μοναδικό ανάγνωσμα των μαθητών (Geros) |
- το βιβλίο μου η Aδερφούλα μου το έβαλε γι' ~ της δημοτικής ένα ξένο σχολείο των Aθηνών (Xenop) |
- στο πρώτο τούτο ~ της αισθητικής παιδείας, φύση και τέχνη εδώ σε μας δε χωρίζονται (Tsatsos)
[neol, substantiv. n of αναγνωστικόν βιβλίον; s. αναγνωστικός]
- school reading-book, reader:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγνωστικός -ή -ό [anaγnostikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ανάγνωση ή στον αναγνώστη: Aναγνωστική ικανότητα. Aναγνωστικό κοινό. || (ως ουσ.) το αναγνωστικό, το βασικό βιβλίο του δημοτικού σχολείου από το οποίο διδάσκεται η ανάγνωση.
[λόγ. < αρχ. ἀναγνωστικός `κατάλληλος για ανάγνωση΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνωστικός, -ή, -ό [anaγnostikós] (L)
- of or pertaining to reading, concerned w. reading:
- αναγνωστικό βιβλίο (syn αναγνωστικό) |
- αναγνωστικά βοηθήματα μαθημάτων |
- αναγνωστικοί χάρτες |
- αναγνωστικό κοινό(ν) reading public, readership (syn οι αναγνώστες) e.g. αναγνωστικό κοινό του περιοδικού, μιας εφημερίδας |
- για ενημέρωση του ελληνικού αναγνωστικού κοινού (Dimaras) |
- ο υψηλότερος σκοπός της δημοσιογραφίας θα είναι η δημιουργία αναγνωστικού κοινού (Athanasiadis-N) |
- βρίσκει το έργο του απήχηση στις μεγάλες αναγνωστικές μάζες (Papanoutsos) |
- η αναγνωστική δίψα του κοινού |
- αναγνωστική ικανότητα reading ability, e.g. αβγάτισμα της αναγνωστικής ικανότητας των μαθητών (Geros) |
- πολλά έργα έχουν καθιερωθή στην αναγνωστική συνείδηση του κοινού
[fr ByzG, PatrG ἀναγνωστικός ← AG, K, PatrG]
- of or pertaining to reading, concerned w. reading:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγνωστικότητα η [anaγnostikótita] Ο28 : ιδιότητα που σχετίζεται με τον αναγνώστη: H ~ των λογοτεχνικών βιβλίων αυξήθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια.
[λόγ. αναγνωστικ(ός) -ότης > -ότητα]