Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγνωστήριο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναγνωστήριο το [anaγnostírio] Ο40 : ειδική αίθουσα, συνήθ. σε βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά ιδρύματα κτλ., όπου μπορεί κανείς να μελετήσει.

[λόγ. < μσν. αναγνωστήριον `αναλόγιο για ανάγνωση΄ < αρχ. ἀναγνωσ- (ἀναγι(γ)νώσκω) `διαβάζω΄ -τήριον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγνωστήριο [anaγnostírio] το, (L)
  • spacious room in a library, club, school, ship etc for reading, reading-room:
    • φοιτητικό ~ |
    • θα είμαι στο ~ της Λέσχης

[fr K ἀναγνωστήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες