Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγνωσματάριο το [anaγnozmatário] Ο42 : (παρωχ.) το αναγνωστικό.
[λόγ. αναγνωσματ- (ανάγνωσμα) -άριον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνωσματάριο [anaγnosmatário] το, (rare αναγνωστάρι)
- reader for elementary schools, primer:
- ελληνικό ~ |
- το παιδί συλλαβίζει τ' αναγνωστάρι του (Plaskovitis) |
- θυμήθηκε το Pοβινσώνα, που τόνε γνώριζε από το ~ του σχολείου (NNikolaidis) |
- στον Παπαντωνίου ιδίως οφείλεται η σύνταξη του αναγνωστάριου Tα ψηλά βουνά (Dimaras)
[neol, fr kath αναγνωσματάριον, der of ανάγνωσμα w. suff -άριον ← Lat -arium]
- reader for elementary schools, primer: