Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγνωριστικός -ή -ό [anaγnoristikós] Ε1 : α.(στρατ.) που είναι κατάλληλος ή που γίνεται για αναγνώριση, για εξερεύνηση μιας περιοχής, με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών: Aναγνωριστικά αεροπλάνα. Aναγνωριστικές πτήσεις. β. που οδηγεί στην αναγνώριση ή που χρησιμεύει γι΄ αυτή: Aναγνωριστικές ενδείξεις.
[λόγ. < ελνστ. ἀναγνωριστικός `που βοηθάει στην αναγνώριση1΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνωριστικός, -ή, -ό [anaγnoristikós] (L)
- ① of, or useful for, recognition, recognitory:
- αναγνωριστική ένδειξη |
- αναγνωριστικά σημάδια |
- αναγνωριστικό σημείο beacon; landmark; reference point |
- του πρόσφεραν το αναγνωριστικό σήμα των φιλομούσων |
- ένα χρυσό δακτυλίδι (TAthanasiadis) |
- αναγνωριστικό στοιχείο, e.g. στοιχείο αναγνωριστικό του μοντέρνου or η τεχνική των οστράκων δεν έχει κανένα ιδιαίτερο αναγνωριστικό για την χρονολόγησή τους στοιχείο (Chourmouziadis) |
- βιώματα προσωπικής αναγνωριστικής σφραγίδας (Spandonidis) |
- κάποιες αναγνωριστικές επαφές και με άλλους πνευματικούς κύκλους (Despotop) |
- η σοφή αρχιτεκτονική της αναγνωριστικής αυτής σκηνής Oδυσσέα και Άργου (Bekiaris & Pantzari)
- ⓐ law αναγνωριστική αγωγή suit to obtain a court decision concerning the existence or nonexistence of a legal relationship between the involved parties
- ② scouting, reconnoitring:
- αναγνωριστικό απόσπασμα reconnoitring party (or detail) |
- αναγνωριστική περίπολος reconnoitring patrol |
- μικρές αναγνωριστικές φάλαγγες από καβαλάρηδες (Petsalis)
- ⓑ air force of reconnaissance, reconnoitring:
- αναγνωριστικό αεροπλάνο reconnoitring airplane, scouting plane |
- αναγνωριστικό σμήνος (αεροπλάνων) |
- αναγνωριστική πτήση reconnaissance flight
- ③ fig pre-investigative, sounding, pilot-:
- για τα νησιά του Iονίου έχομε κάνει πολύ μικρή αναγνωριστική ανθρωπολογική εξέταση (Poulianos)
[fr MG αναγνωριστικός, der of *αναγνωριστός: αναγνωρίζω]
- ① of, or useful for, recognition, recognitory: