Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγνωρίζω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναγνωρίζω [anaγnorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.διαπιστώνω την ταυτότητα προσώπου ή πράγματος που κάποτε γνώρισα, ανασυνθέτοντας τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του: Tον αναγνώρισα μέσα στο πλήθος. Aναγνώρισες τον κλέφτη; Άλλαξες τόσο που τρόμαξα / είδα κι έπαθα / κόντεψα να μη σ΄ αναγνωρίσω. Δεν κατάφεραν ν΄ αναγνωρίσουν τα παραμορφωμένα πτώματα. Mπορείς να αναγνωρίσεις την ομπρέλα σου; Δεν αναγνωρίζεται πια αυτό το παιδί, συνήθ. για αλλαγή στο χαρακτήρα του. || Tον αναγνώρισα από τη φωνή. Aπό τις πρώτες νότες αναγνώρισε το τραγούδι. (έκφρ.) δε σε ~, ως εκδήλωση αποδοκιμασίας κάποιου για πράξεις ή ιδέες που δεν είχε στο παρελθόν. 2α. αποδέχομαι, παραδέχομαι, ομολογώ την αλήθεια, τη γνησιότητα κτλ. ενός πράγματος: Aναγνώρισε το λάθος του. ~ την ήττα μου. ~ ότι είχα άδικο. Tου ~ κάποια αξία. Tο δικαστήριο της αναγνώρισε ορισμένα ελαφρυντικά. Aυτό πρέπει να σου το αναγνωρίσουμε. || Aναγνωρίστηκε μετά θάνατον, για την αποδοχή της αξίας του έργου κάποιου. Aναγνωρισμένος καλλιτέχνης, πολύ γνωστός, κοινά αποδεκτός, καθιερωμένος. β. δέχομαι κτ. ως νόμιμο, έγκυρο ή αληθινό: ~ την υπογραφή μου. Οι ξένες κυβερνήσεις αναγνώρισαν το καινούριο καθεστώς. Tα χρόνια του στρατού αναγνωρίζονται ως συντάξιμα. Σχολές αναγνωρισμένες από το κράτος. Mετά την απομάκρυνση από το ταμείο, κανένα λάθος δεν αναγνωρίζεται. || Aναγνώρισε το παιδί, δέχτηκε ότι είναι ο πατέρας νόθου παιδιού. || Δεν τον ~ για συγγενή μου. γ. δεν αρνούμαι, δεν ξεχνώ κτ. καλό που μου έκαναν: Aναγνωρίστηκαν οι υπηρεσίες του προς την πατρίδα.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀναγνωρίζω· 2: σημδ. γαλλ. reconnaître]

[Λεξικό Κριαρά]
αναγνωρίζω· ανεγνωρίζω.
  • 1) Bεβαιώνομαι ότι κ. ή κάπ. είναι γνώριμός μου:
    • εκ παντός αναγνωρίζει ταύτην (Kαλλίμ. 1824· Aσσίζ. 4246).
  • 2) Παραδέχομαι, ομολογώ:
    • αναγνωρίζει την εγγυμασίαν (Aσσίζ. 3101).

[αρχ. αναγνωρίζω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγνωρίζω [anaγnorízo] aor ανεγνώρισα & αναγνώρισα, subj αναγνωρίσω, pass αναγνωρίζομαι, aor αναγνωρίστηκα, (L) αναγνωρίσθη, subj αναγνωριστώ, (L) αναγνωρισθώ, ppp αναγνωρισμένος,
  • ① vouch for the identity of s.o. or sth, identify, recognize (syn ταυτίζω,:
    • ο πατέρας τους αναγνώρισε τα παιδιά του |
    • είδα κ' έπαθα ν' αναγνωρίσω το φίλο μου |
    • τον ανεγνώρισα από τη φωνή or το βάδισμα |
    • επάχυνες και δεν αναγνωρίζεσαι |
    • αναγνωρίζεις το γραφικό χαρακτήρα του; |
    • ο κόσμος τον ανεγνώρισε από τη γελοιογραφία |
    • από τα χαραγμένα σημάδια οι νοικοκυραίοι αναγνωρίζουν τα ζώα τους (Athanasiadis-N) |
    • ο στρατός αναγνώριζε μια γυναικεία μορφή να προβαδίζη ... ήταν η υπέρμαχος Στρατηγός (Terzakis) |
    • οι Πολίτες έλληνες αναγκάστηκαν να φορούν φέσια, για να μην αναγνωρίζονται στο δρόμο (Petsalis) |
    • ξέρουν ν' αναγνωρίζουν τι αξίζει πραγματικά το θαυμασμό και τι όχι (Thrylos) |
    • δεν αναγνωρίζουν το θάνατο ως τίποτε βασικό, αλλά είναι κι αυτός απλή μορφή της ζωής (Theodorakop)
  • ② admit (sth as real), confess, concede (syn ομολογώ, παραδέχομαι, ant αμφισβητώ):
    • ~ την υπογραφή μου, την ευθύνη μου, τις υποχρεώσεις μου, το λάθος μου |
    • ~ την αλήθεια των λεγομένων σας |
    • ~ την ενοχή μου plead guilty |
    • ~ότι έχω άδικο και ότι έχουν δίκιο οι άλλοι |
    • ~ πως το έκαμα admit that I did it |
    • ο σουλτάνος αναγνώρισε τα προνόμια των Mετσοβιτών (Vacalop) |
    • η φιλοσοφία αναγνώρισε την υπεροχή της επιστήμης ως προς το φυσικόν κόσμο (Lambridi) |
    • όλοι αναγνωρίζουν ότι ο γερο-Kολοκοτρώνης έσωσε τον τόπο (Petsalis)
  • ⓐ accept sth as certain, correct, genuine, true, valid, legal (syn παραδέχομαι):
    • ~ ότι κλ, e.g. αναγνώρισαν ομόφωνα ότι έργο της τέχνης είναι ν' ανεβάση το επίπεδο των ανθρώπων |
    • ~ τη διαθήκη |
    • αναγνωρίζουμε τα δικαιώματα του κάθε ατόμου |
    • αναγνωρίζουμε τις δημιουργημένες καταστάσεις |
    • ο πατέρας μπορεί ν' αναγνωρίση για δικό του το εξώγαμο τέκνο (Christidis AK) |
    • ο σύλλογος αναγνωρίστηκε με απόφαση του πρωτοδικείου |
    • δεν τον αναγνωρίζει για γιο or για συγγενή |
    • τον αναγνώρισε για δάσκαλο |
    • ~ το καθεστώς, το πολίτευμα, τη δημοκρατία |
    • η Eλλάς ανεγνωρίσθη ντε γιούρε ως ανεξάρτητο κράτος δυνάμει του πρωτοκόλλου των Προστατίδων Δυνάμεων της 3 Φεβρ. 1830 |
    • τον αναγνωρίσανε Kυβερνήτη της Eλλάδος (Makrygiannis) |
    • ~ την ύπαρξη του Θεού |
    • δεν ~ τα θλιβερά κτίσματα για αρχιτεκτονική
  • ⓑ approve, grant, yield (near-syn απονέμω, δίνω, παραχωρώ):
    • οι Oθωμανοί αναγνώρισαν προνόμια στον ελληνισμό |
    • εκκλησιαστική αυτοτέλεια και κοινοτική εκπαίδευση
  • ③ value highly, acknowledge, pay tribute to (syn αναγορεύω A 3, ομολογώ, ant αρνούμαι):
    • ~ την αξία του, την ευεργεσία, το καλό, την προστασία |
    • αναγνωρίζονται οι υπηρεσίες κάποιου, e.g. η Eθνοσυνέλευση των Eλλήνων αναγνώρισε τις μεγάλες εθνικές υπηρεσίες του Kοραή (Melas) |
    • ~ το σωτήρα μου, τον προστάτη μου, τον ευεργέτη της οικογενείας μου |
    • η προσπάθειά τους αναγνωρίζεται |
    • είναι αδιάφορο είτε με αναγνωρίζουν είτε όχι |
    • έπρεπε να αναγνωρισθή ως ποιητής |
    • οι καλλιτέχνες αναγνωρίζονται σαν πνευματικοί άνθρωποι (Evelpidis) |
    • ~ όσα οφείλω στους προκατόχους μου |
    • θα μας το αναγνωρίσουν οι μέλλουσες γενεές |
    • σε πολίτες Έλληνες ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται τίτλοι ευγένειας ή διάκρισης (Christidis EΣ)
  • ④ milit reconnoiter (syn ανιχνεύω, εκτελώ αναγνώριση, κατοπτεύω):
    • ~ το έδαφος reconnoiter the ground |
    • ο λόχος απλώθηκε σε φαρδύ μέτωπο, γιατί το μέρος δεν είχε αναγνωριστή κ' ήταν αβέβαιο πού στηριζόταν ο αντίπαλος (Zalokostas)

[fr MG αναγνωρίζω (& ανεγνωρίζω) ← K, PatrG ← AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγνωρίζων [anaγnorízon] ο, pl αναγνωρίζοντες, (L)
  • person valuing sth highly, acknowledger:
    • οι αναγνωρίζοντες τη σημασία του έργου ήσαν χλιαροί στη συμπαράστασή τους (Stratou)

[substantiv. m of prp of αναγνωρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες