Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγκαστικός -ή -ό [anaŋgastikós] Ε1 : που επιβάλλεται από την ανάγκη, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα επιλογής: Aποφασίστηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων εδαφικών εκτάσεων. Aναγκαστική προσγείωση, σε περιπτώσεις κινδύνου. Aναγκαστικό διάταγμα. ~ νόμος. Aναγκαστικοί συνεταιρισμοί, που η ίδρυσή τους επιβάλλεται από το νόμο για την εκπόνηση συγκεκριμένου έργου. || (νομ.): Aναγκαστική εκτέλεση*.
αναγκαστικά ΕΠIΡΡ 1. χωρίς τη θέλησή μου, αλλά και χωρίς δυνατότητα επιλογής: Έμεινα ~ μέσα γιατί έβρεχε. Mε πίεσαν τόσο που το δέχτηκα ~. 2. που γίνεται ή που υπάρχει σύμφωνα με μια λογική αναγκαιότητα: Ο πολιτισμός της Aνατολής είναι ~ διαφορετικός από το δυτικό. [λόγ. < αρχ. ἀναγκαστικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαστικός, -ή, -ό [anaŋgastikós]
- ① forced, compulsory, obligatory, mandatory, coercive (syn επιβαλλόμενος, υποχρεωτικός, ant ελεύθερος, εκούσιος):
- αναγκαστικό διάταγμα mandatory decree |
- ~ νόμος mandatory law |
- αναγκαστικά μέτρα coercive measures |
- αναγκαστική ενέργεια coercive action |
- αναγκαστική εξουσία coercive power |
- αναγκαστικό δάνειο compulsory or forced loan |
- στρατόπεδο αναγκαστικής εργασίας |
- αναγκαστικά έργα (syn καταναγκαστικά έργα) |
- αναγκαστική παραίτηση forced resignation |
- αναγκαστική πώληση (εκποίηση) forced sale |
- αναγκαστική διάλυση compulsory liquidation |
- med αναγκαστική σίτιση forced feeding |
- αναγκαστική κυκλοφορία forced currency |
- αναγκαστική αποταμίευση compulsory saving |
- ~ πλειστηριασμός compulsory auction |
- αναγκαστική απαλλοτρίωση |
- αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου |
- aviat αναγκαστική προσγείωση forced (or emergency) landing; crash landing |
- aviat αναγκαστική προσθαλάσσωση emergency landing at sea, ditching |
- αναγκαστική απουσία, παραμονή |
- αναγκαστική δουλειά στις φυτείες του κόκα (Evelpidis) |
- ~ γάμος |
- ~ σύμμαχος |
- τα αγγλικά μπήκαν σαν αναγκαστικό μάθημα στα σχολεία |
- ο Σαβοναρόλα ομολογούσε ό,τι του ζητούσαν, αλλά και ανακαλούσε τις αναγκαστικές ομολογίες αμέσως μόλις σταματούσαν τα βασανιστήρια (Kanellop)
- ⓐ syntax αναγκαστικό αίτιο compulsory cause
- ② inevitable (syn αναπόφευκτος):
- αναγκαστική συνέπεια inevitable sequence, e.g. το πρώτο αντιφατικό σημείο, που παρουσιάζεται σαν αναγκαστικήσυνέπεια της θέσης αυτής (Andronikos)
[fr K, PatrG ἀναγκαστικός]
- ① forced, compulsory, obligatory, mandatory, coercive (syn επιβαλλόμενος, υποχρεωτικός, ant ελεύθερος, εκούσιος):