Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαστικά [anaŋgastiká] adv
- perforce (syn κατανάγκη):
- κάνω κάτι ~ do sth reluctantly |
- το είπα ~ |
- ήρθα ~ |
- θα είμαι ~ σύντομος |
- το βαμπάκι συγκρατείται ~ σε χαμηλές τιμές |
- με τέτοιο διαβολόκαιρο θα κοιμηθούμ' εδώ απόψε ~ |
- η κηδεία θα περνούσε ~κάτω από το σπίτι του (Petsalis) |
- το κορίτσι έχασε ~ την τιμή του |
- ο ολοκληρωτισμός οδηγεί ~ στον πνευματικό και επιστημονικό μαρασμό (IPesmazoglou) |
- η δύναμη ~ γεννάει δικαιώματα (Kazantz) |
- δεν υπήρχε μονάχα ένας δρόμος να τον ακολουθήσω ~ (Karagatsis) |
- σχηματική θα είναι ~ η θεώρησή μου (Papatsonis) |
- ο πιο μεγάλος αριστοτέχνης του στίχου δεν είναι ~ και ένας μεγάλος ποιητής (Tsatsos) |
- η μεροληψία δεν οδηγεί πάντοτε και ~ στην ανακρίβεια (Kanellop) |
- ατέλεια έχει ~ κάθε ανθρώπινη επιστήμη (Theodoridis) |
- στις αντιφατικές έννοιες, εφόσον απορρίψομε τη μιαν έννοια, θα παραδεχτούμε ~ την άλλη (Papanoutsos)
[der of αναγκαστικός; cf αναγκαστικώς]
- perforce (syn κατανάγκη):