Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγκαιότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναγκαιότητα η [anangeótita] Ο28 : η αναγκαία σχέση αιτίας και αποτελέσματος· η εξάρτηση ενός γεγονότος ή ενός φαινομένου από συγκεκριμένα αίτια που το καθορίζουν: H ~ της τέχνης. Εσωτερική / ηθική / ιστορική ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀναγκαιότης, αιτ. -ητα, αρχ. σημ.: `συγγένεια εξ αίματος΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγκαιότητα [anaŋɟeótita] η, (& L αναγκαιότης) (L)
  • necessity, need, indispensability (syn το αναγκαίο, ανάγκη):
    • η μη ~ (syn το τυχαίο) |
    • οι αναγκαιότητες the necessities or needs, e.g. ποιες αναγκαιότητες εξυπηρετεί η μετάφραση or θολώνω το κρύσταλλο της αλήθειας με τις αναγκαιότητες τις τρεχούμενες, τις πρακτικές (Terzakis) |
    • η ελληνική τέχνη συνειδητοποίησε την ~ της μεταβολής (Karouzos) |
    • phr κατ' ~, κατά μοιραία ~ |
    • αδήριτη, αμείλικτη, αιτιοκρατική, αντικειμενική, υποκειμενική, απόλυτη, πρωταρχική, καθολική, επιτακτική, επιβλητική, γεωγραφική, ηθική, αλύγιστη, αναπόφευκτη, εθνική ~ |
    • εσωτερική ~, e.g. ~ απαράβατη |
    • ιστορική ~, ιστορικές αναγκαιότητες |
    • καλλιτεχνική ~, αρχιτεκτονική ~ |
    • κοινωνική ~, e.g. οι κοινωνικές αναγκαιότητες της εποχής |
    • λογική ~, e.g. κύριο όπλο της επιστήμης είναι η λογική ~, η απόδειξη (Tatakis) ο νους άγεται στην ιδέα κατά λογικήν ~ (Theodorakop) |
    • μαθηματική ~ |
    • οντολογική~ |
    • οργανική ~ |
    • η φυσική ~, e.g. κάτι που γίνεται κατά φυσική ~(Theodorakop) |
    • ψυχολογική ~, καθαρά ψυχολογικές αναγκαιότητες |
    • η ~ και οι προοπτικές ενοποίησης της Eυρώπης |
    • (στο έργο αυτό βρίσκει κανείς) έντονο και απόλυτο το φανέρωμα της αναγκαιότητας του θείου (Melas) |
    • μιλεί για την ~ του δυτικού πολιτισμού (Panagiotop)

[fr K ἀναγκαιότης ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες