Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαιούντα [anaŋɟeúnda] τα, (L)
- requisite means (syn χρειώδη) necessities
[substantiv. n pl of prp αναγκαιών; s. αναγκαιούντα ποσά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαιούντα ποσά [anaŋɟeúnda posá] τα, (L)
- needed sums of money:
- διαθέτει τ' αναγκαιούντα για την Παιδεία ποσά (Kolyva)
[n pl of αναγκαιών, prp of αναγκαιώ]
- needed sums of money: