Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγκαίος, επίθ.
-
- 1)
- α) Aναγκαστικός:
- (Σφρ., Xρον. 361)·
- β) απαραίτητος:
- (Xρον. σουλτ. 8629)·
- γ) (απρόσ.) είναι αναγκαίον = είναι απαραίτητο:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 162)·
- δ) (συν. με το ουσ. τόπος) αποχωρητήριο, απόπατος:
- (Mαρκάδ. 142).
- α) Aναγκαστικός:
- 2) Xρήσιμος:
- λόγους θείους πολλά ’ναγκαιοτάτους (Kορων., Mπούας 99).
- 3) Σημαντικός, αξιόλογος, σπουδαίος:
- πολλών γενομένων αναγκαίων και μνήμης αξίων (Σφρ., Xρον. 67).
[αρχ. επίθ. αναγκαίος. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγκαίος -α -ο [anangéos] Ε4 : 1.που γίνεται από ανάγκη· που πρέπει να γίνει οπωσδήποτε· αναγκαστικός, αναπόφευκτος, υποχρεωτικός: H εγχείρηση ήταν αναγκαία. Tα μέτρα που πάρθηκαν κρίθηκαν αναγκαία. (νομ.) ~ κληρονόμος, που υποχρεωτικά πρέπει να μνημονευτεί στη διαθήκη και να πάρει το νόμιμο μερίδιο. 2α. που τον έχουμε ανάγκη, απαραίτητος: Tου έδωσε τα αναγκαία χρήματα. Έπρεπε να γίνουν τα αναγκαία έργα υποδοχής. β. (ως ουσ.) β1. τα αναγκαία, τα απαραίτητα για τη ζωή, τα χρειαζούμενα: Πήρε μαζί της όλα τα αναγκαία του σπιτιού. Mου λείπουν τα αναγκαία. β2. (παρωχ.) το αναγκαίο, το αποχωρητήριο. 3. που η ύπαρξή του είναι απαραίτητη για να μπορεί να γίνει κτ.: ~ όρος της συμφωνίας ήταν η προκαταβολή των χρημάτων. Aναγκαία και ικανή* συνθήκη. (έκφρ.) αναγκαίο κακό, για κτ. δύσκολο, δυσάρεστο ή ενοχλητικό, το οποίο δεν μπορούμε να αποφύγουμε, όταν θέλουμε να πετύχουμε κτ.
[λόγ. < αρχ. ἀναγκαῖος (2β2: μσν. σημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαίος1 s. αναγκαίο 1 b.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαίος2, -α, -ο [anaŋɟéos]
- ① needed, required, necessary:
- ~ φυσικός νόμος |
- log |
- necessary |
- πρόταση αναγκαία, αναγκαία ακολουθία, αναγκαίες λογικές σχέσεις μεταξύ των αλλεπάλληλων προτάσεων |
- αναγκαίο πράγμα |
- έχουμε τ' αναγκαία εφόδια |
- αναγκαία δαπάνη, μη αναγκαίες δαπάνες |
- αναγκαία έξοδα |
- η ύλη είναι αναγκαία |
- αναγκαίο υλικό material required, αναγκαία όπλα |
- τ' αναγκαία μέτρα the requisite measures |
- όλες οι αναγκαίες πληροφορίες all needed information |
- αναγκαία φράση |
- αναγκαίο αποτέλεσμα |
- αναγκαία προϋπόθεση, e.g. η ανθρώπινη αξιοπρέπεια έχει αναγκαία προϋπόθεση την εσωτερική ζωή (Panagiotop) |
- αναγκαίο κακό (& L αναγκαίον κακόν), e.g. ο γάμος είναι αναγκαίον κακόν, ο πόλεμος είναι αναγκαίον κακόν για την άμυνα της χώρας κατά του επιτιθεμένου
- ⓐ phr είναι αναγκαίο + subj it is needful to:
- είναι αναγκαίο να εργάζεται κανείς για να ζήση
- ② indispensable, inevitable (syn αναγκαστικός, απαραίτητος, αναπόφευκτος):
- ο ύπνος είναι ~ |
- η εγχείρηση ήταν αναγκαία, δεν υπήρχε άλλη λύση |
- η παρουσία σας στη γιορτή είναι αναγκαία |
- ένας βαθμός αοριστίας ~ είναι στη σύλληψη των ποιητών (Palam) |
- τ' αναγκαία χρονικά περιθώρια για την ωρίμανση των προβλημάτων (Chatzinis) |
- η ιδέα είναι κάτι άλλο από την πραγματικότητα, αλλά συγχρόνως αναγκαία ως έκφρασή της (Spanou)
[fr MG αναγκαίος ← ByzG ← K, AG]
- ① needed, required, necessary: