Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγκαίον το· αναγκίον.
-
- 1) (Πληθ.) γεννητικά μόρια, αιδοία:
- τ’ αναγκαία εμόρια του άρρενος (Φυσιολ. (Legr.) 416).
- 2) Aποχωρητήριο:
- (Aσσίζ. 43622).
[αρχ. ουσ. αναγκαίον (DGE, λ. ‑ος I). H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Πληθ.) γεννητικά μόρια, αιδοία: