Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαίο [anaŋɟéo] το,
- ① usu pl αναγκαία τα, thing needed, useful item:
- περιορίζομαι στο απολύτως ~ |
- τα αναγκαία the wherewithal, necessities (syn τα απαραίτητα) e.g. τα αναγκαία του σπιτιού, στερείται και τ' αναγκαία, μας λείπουν τ' αναγκαία |
- gnom όποιος αγοράζει τα περιττά πουλεί τα αναγκαία (IVenizelos) |
- τ' αναγκαία του πολέμου, e.g. είχε και το κάστρο εφοδιασμένο από τ' αναγκαία του πολέμου (Makryg) |
- ζούσε οικονομικά κι απόφευγε κάθε περιττό έξοδο και κάποτε μάλιστα και τ' αναγκαία (Xenop)
- ⓐ lavatory, toilet, washroom (syn απόπατος, αποχωρητήριο, καμπινές, μέρος):
- το παιδί είναι στο ~ |
- gnom, region. το σπίτι θα 'χη κι ~ of a family w. a member of bad character
- ⓑ region. chamber pot (syn αγγειό, καθίκι, κατουροκάνατο, L ουροδοχείο) etc)
- ② necessity:
- προτάσεις του αναγκαίου (in logic) |
- ~ σημαίνει ό,τι πηγάζει κατ' ανάγκη από τη φύση των πραγμάτων και τους νόμους της ζωής (Papanoutsos) |
- ικανοποιεί κατά το μέτρο του αναγκαίου ή του επιθυμητού τις υλικές του ανάγκες (Panagiotop)
[fr K, AG το ἀναγκαῖον]
- ① usu pl αναγκαία τα, thing needed, useful item:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαίοι s. αναγκαιώ.
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγκαίον το· αναγκίον.
-
- 1) (Πληθ.) γεννητικά μόρια, αιδοία:
- τ’ αναγκαία εμόρια του άρρενος (Φυσιολ. (Legr.) 416).
- 2) Aποχωρητήριο:
- (Aσσίζ. 43622).
[αρχ. ουσ. αναγκαίον (DGE, λ. ‑ος I). H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Πληθ.) γεννητικά μόρια, αιδοία:
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγκαίος, επίθ.
-
- 1)
- α) Aναγκαστικός:
- (Σφρ., Xρον. 361)·
- β) απαραίτητος:
- (Xρον. σουλτ. 8629)·
- γ) (απρόσ.) είναι αναγκαίον = είναι απαραίτητο:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 162)·
- δ) (συν. με το ουσ. τόπος) αποχωρητήριο, απόπατος:
- (Mαρκάδ. 142).
- α) Aναγκαστικός:
- 2) Xρήσιμος:
- λόγους θείους πολλά ’ναγκαιοτάτους (Kορων., Mπούας 99).
- 3) Σημαντικός, αξιόλογος, σπουδαίος:
- πολλών γενομένων αναγκαίων και μνήμης αξίων (Σφρ., Xρον. 67).
[αρχ. επίθ. αναγκαίος. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγκαίος -α -ο [anangéos] Ε4 : 1.που γίνεται από ανάγκη· που πρέπει να γίνει οπωσδήποτε· αναγκαστικός, αναπόφευκτος, υποχρεωτικός: H εγχείρηση ήταν αναγκαία. Tα μέτρα που πάρθηκαν κρίθηκαν αναγκαία. (νομ.) ~ κληρονόμος, που υποχρεωτικά πρέπει να μνημονευτεί στη διαθήκη και να πάρει το νόμιμο μερίδιο. 2α. που τον έχουμε ανάγκη, απαραίτητος: Tου έδωσε τα αναγκαία χρήματα. Έπρεπε να γίνουν τα αναγκαία έργα υποδοχής. β. (ως ουσ.) β1. τα αναγκαία, τα απαραίτητα για τη ζωή, τα χρειαζούμενα: Πήρε μαζί της όλα τα αναγκαία του σπιτιού. Mου λείπουν τα αναγκαία. β2. (παρωχ.) το αναγκαίο, το αποχωρητήριο. 3. που η ύπαρξή του είναι απαραίτητη για να μπορεί να γίνει κτ.: ~ όρος της συμφωνίας ήταν η προκαταβολή των χρημάτων. Aναγκαία και ικανή* συνθήκη. (έκφρ.) αναγκαίο κακό, για κτ. δύσκολο, δυσάρεστο ή ενοχλητικό, το οποίο δεν μπορούμε να αποφύγουμε, όταν θέλουμε να πετύχουμε κτ.
[λόγ. < αρχ. ἀναγκαῖος (2β2: μσν. σημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαίος1 s. αναγκαίο 1 b.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαίος2, -α, -ο [anaŋɟéos]
- ① needed, required, necessary:
- ~ φυσικός νόμος |
- log |
- necessary |
- πρόταση αναγκαία, αναγκαία ακολουθία, αναγκαίες λογικές σχέσεις μεταξύ των αλλεπάλληλων προτάσεων |
- αναγκαίο πράγμα |
- έχουμε τ' αναγκαία εφόδια |
- αναγκαία δαπάνη, μη αναγκαίες δαπάνες |
- αναγκαία έξοδα |
- η ύλη είναι αναγκαία |
- αναγκαίο υλικό material required, αναγκαία όπλα |
- τ' αναγκαία μέτρα the requisite measures |
- όλες οι αναγκαίες πληροφορίες all needed information |
- αναγκαία φράση |
- αναγκαίο αποτέλεσμα |
- αναγκαία προϋπόθεση, e.g. η ανθρώπινη αξιοπρέπεια έχει αναγκαία προϋπόθεση την εσωτερική ζωή (Panagiotop) |
- αναγκαίο κακό (& L αναγκαίον κακόν), e.g. ο γάμος είναι αναγκαίον κακόν, ο πόλεμος είναι αναγκαίον κακόν για την άμυνα της χώρας κατά του επιτιθεμένου
- ⓐ phr είναι αναγκαίο + subj it is needful to:
- είναι αναγκαίο να εργάζεται κανείς για να ζήση
- ② indispensable, inevitable (syn αναγκαστικός, απαραίτητος, αναπόφευκτος):
- ο ύπνος είναι ~ |
- η εγχείρηση ήταν αναγκαία, δεν υπήρχε άλλη λύση |
- η παρουσία σας στη γιορτή είναι αναγκαία |
- ένας βαθμός αοριστίας ~ είναι στη σύλληψη των ποιητών (Palam) |
- τ' αναγκαία χρονικά περιθώρια για την ωρίμανση των προβλημάτων (Chatzinis) |
- η ιδέα είναι κάτι άλλο από την πραγματικότητα, αλλά συγχρόνως αναγκαία ως έκφρασή της (Spanou)
[fr MG αναγκαίος ← ByzG ← K, AG]
- ① needed, required, necessary:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγκαιότητα η [anangeótita] Ο28 : η αναγκαία σχέση αιτίας και αποτελέσματος· η εξάρτηση ενός γεγονότος ή ενός φαινομένου από συγκεκριμένα αίτια που το καθορίζουν: H ~ της τέχνης. Εσωτερική / ηθική / ιστορική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀναγκαιότης, αιτ. -ητα, αρχ. σημ.: `συγγένεια εξ αίματος΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαιότητα [anaŋɟeótita] η, (& L αναγκαιότης) (L)
- necessity, need, indispensability (syn το αναγκαίο, ανάγκη):
- η μη ~ (syn το τυχαίο) |
- οι αναγκαιότητες the necessities or needs, e.g. ποιες αναγκαιότητες εξυπηρετεί η μετάφραση or θολώνω το κρύσταλλο της αλήθειας με τις αναγκαιότητες τις τρεχούμενες, τις πρακτικές (Terzakis) |
- η ελληνική τέχνη συνειδητοποίησε την ~ της μεταβολής (Karouzos) |
- phr κατ' ~, κατά μοιραία ~ |
- αδήριτη, αμείλικτη, αιτιοκρατική, αντικειμενική, υποκειμενική, απόλυτη, πρωταρχική, καθολική, επιτακτική, επιβλητική, γεωγραφική, ηθική, αλύγιστη, αναπόφευκτη, εθνική ~ |
- εσωτερική ~, e.g. ~ απαράβατη |
- ιστορική ~, ιστορικές αναγκαιότητες |
- καλλιτεχνική ~, αρχιτεκτονική ~ |
- κοινωνική ~, e.g. οι κοινωνικές αναγκαιότητες της εποχής |
- λογική ~, e.g. κύριο όπλο της επιστήμης είναι η λογική ~, η απόδειξη (Tatakis) ο νους άγεται στην ιδέα κατά λογικήν ~ (Theodorakop) |
- μαθηματική ~ |
- οντολογική~ |
- οργανική ~ |
- η φυσική ~, e.g. κάτι που γίνεται κατά φυσική ~(Theodorakop) |
- ψυχολογική ~, καθαρά ψυχολογικές αναγκαιότητες |
- η ~ και οι προοπτικές ενοποίησης της Eυρώπης |
- (στο έργο αυτό βρίσκει κανείς) έντονο και απόλυτο το φανέρωμα της αναγκαιότητας του θείου (Melas) |
- μιλεί για την ~ του δυτικού πολιτισμού (Panagiotop)
[fr K ἀναγκαιότης ← AG]
- necessity, need, indispensability (syn το αναγκαίο, ανάγκη):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαιούντα [anaŋɟeúnda] τα, (L)
- requisite means (syn χρειώδη) necessities
[substantiv. n pl of prp αναγκαιών; s. αναγκαιούντα ποσά]