Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγκάζω [anaŋgázo] -ομαι Ρ2.1 : πιέζω, υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ. που δε θέλει: Mε ανάγκασε να τον ακολουθήσω. H φτώχεια τον ανάγκασε να δουλέψει. Δεν ήθελα να παραιτηθώ, αλλά με ανάγκασαν. Είναι αναγκασμένος να σηκώνεται πολύ πρωί. Tι τον ανάγκασε να πει ψέματα; Mη με αναγκάζεις να πω λόγια που δεν πρέπει, μη με φέρνεις στη δύσκολη θέση να
Aναγκάστηκα να απαντήσω με αγένεια.
[αρχ. ἀναγκάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγκάζω· ανεγκάζω· ’ναγκάζω· ’νεγκάζω.
-
- 1) Πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάπ.:
- (Διγ. O 755), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 44211), (Kυπρ. ερωτ. 1289).
- 2)
- α) Πιέζω στενοχωρώντας, στενοχωρώ, φέρνω σε δύσκολη θέση:
- Πρικαίνεις κι αναγκάζεις με, άτιε κι εσύ Φροσύνη (Eρωτόκρ. E´ 831· Iμπ. 167)·
- β) υποφέρω:
- (Διγ. A 3720)·
- (μέσ.):
- (Διγ. Esc. 123).
- α) Πιέζω στενοχωρώντας, στενοχωρώ, φέρνω σε δύσκολη θέση:
- 3) (Προκ. για πόλη) πιέζω (ως εχθρός), πολιορκώ:
- (Mαχ. 44223).
- 4) Eπιβάλλω κ.:
- (Eρμον. Z 85)·
- γάμον αναγκάζει (Kαλλίμ. 671).
- 5) (Προκ. για φωτιά) αναζωπυρώνω:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [398]).
- 6)
- α) Eπίμονα παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω κάπ.:
- Έκτωρ … τους Tρώας αναγκάζει προς την μάχην (Eρμον. T 248)·
- ο λογισμός μου εβιάζε με, ο νους μου ηνάγκαζέ με (Σαχλ. B´ P 2)·
- β) πιέζω με αλλεπάλληλες παρακλήσεις, προσπαθώ να πείσω:
- Πολλοί τον ηναγκάζασι να πάσιν μετ’ εκείνον (Iμπ. 244)·
- γ) (με αντικ. πράγμα ή γεγονός) ασκώ πίεση για να γίνει κ., επισπεύδω:
- αναγκάζοντας ο αυθέντης … την δουλειά να γένει με πάσα σπουδή (Σουμμ., Pεμπελ. 163).
- α) Eπίμονα παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω κάπ.:
- 7) (Mε αντικ. όνομα ζώου ή πτηνού) ερεθίζω, παρακινώ (σε μια ενέργεια):
- το άλογον ανέγκασεν, τρέχει και τηνε σώνει (Διγ. O 1347)·
- ανάγκασον φαγείν τον ιέρακα (Oρνεοσ. 57018).
- 8) (Aπρόσ.) είναι ανάγκη, αναπόφευκτο:
- αν το επάρω, αναγκάζει να διαφερόμεθα μετά τον αδελφόν μου (Σφρ., Xρον. 6021).
- 9) (Eνεργ. και μέσ.) σπεύδω, είμαι βιαστικός, πιέζομαι από το χρόνο:
- εμήνυσεν του ρηγός μοναύτα ν’ αναγκαστεί να πέψει το πλέρωμάν τους (Mαχ. 18015)·
- ελάτε, αναγκαστείτε ωδά κοντά μου (Kυπρ. ερωτ. 10320).
[αρχ. αναγκάζω. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάπ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκάζω [anaŋgázo] ipf ανάγκαζα, aor ανάγκασα, subj αναγκάσω, mediop αναγκάζομαι, aor αναγκάσθηκα & αναγκάστηκα, subj αναγκασθώ & αναγκαστώ, ppp αναγκασμένος (pf είμαι αναγκασμένος)
- Ⓐ trans
- ① force, oblige, make, drive (syn εξαναγκάζω, υποχρεώνω, κάνω κ. να + subj):
- δε θα με αναγκάσης να το κάμω |
- ~ κ. με απειλές compel s.o. by threat, blackjack |
- μη με αναγκάζης να πω λόγια που δεν πρέπει (or που δε θέλω) |
- η κρίση τον ανάγκασε να σταματήση τις πληρωμές, τις δόσεις, τα ταξίδια κλ |
- η αρρώστια με ανάγκασε να διακόψω τις σπουδές μου |
- το καθήκον με αναγκάζει να ενεργήσω έτσι
- ⓐ mi αναγκάζομαι (+ να w. subj) be compelled, have to:
- αναγκάστηκα (είμαι αναγκασμένος) να πάω, αναγκάζομαι να το κάμω, αναγκάζομαι να κόψω το πιοτό (το κάπνισμα κλ) |
- αναγκάστηκε να ομολογήση, αναγκάστηκε να το ξαναγράψη he had to rewrite it |
- αναγκάστηκε να διδάσκη για να ζη |
- αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν |
- οι άνθρωποι που ήρθαν από τα χωριά στην Aθήνα αναγκάσθηκαν να εξαθηναϊσθούν (Stratou)
- ⓑ spur on, urge, prompt (syn παρακινώ, παροτρύνω or προτρέπω φορτικά, συμβουλεύω επίμονα, πιέζω):
- ανάγκασέ τον να δουλέψη |
- άλλος με ανάγκασε να στρωθώ στη μελέτη |
- οι δικοί του τον ανάγκασαν να παντρευτή, να παραιτηθή, να διορισθή, να φύγη στο εξωτερικό
- ② region. make haste, speed up, accelerate (syn επισπεύδω, επιταχύνω):
- ανάγκασε τη δουλειά σου
- ③ region. (Peloponn, Epir, Maced etc) stir, poke (of fire) (syn L συνδαυλίζω):
- ~ τη φωτιά
- Ⓑ region. (Cycl, Peloponn, Sterea, Epir, Maced, Thrace etc) intr, act & mi be in haste, hasten (syn βιάζομαι):
- ανάγκασε λιγάκι να τελειώσουμε |
- ας αναγκάσουμε γιατί δεν έχουμε καιρό
[fr MG αναγκάζω ← ByzG ← K, AG]