Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγεννώ [anajenó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : για κτ. το οποίο επανεμφανίζεται ακμαίο και ζωηρό ύστερα από μια περίοδο παρακμής ή κατάπτωσης: Tο έθνος αναγεννήθηκε το 1821. || Εμφανίστηκε αναγεννημένος. (έκφρ.) κάποιος / κτ. αναγεννάται από την τέφρα του, για κπ. ή για κτ. που, ύστερα από μεγάλη καταστροφή, δημιουργείται ξανά, επανακτά τις δυνάμεις του.
[λόγ. < ελνστ. ἀναγεννῶ `γεννώ ξανά, ανανεώνω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγεννώ.
-
- 1) Kάνω κάπ. χριστιανό, δηλ. από ασεβή ευσεβή:
- όν και ο βασιλεύς … ανεγέννησε διά του θείου βαπτίσματος (Σφρ., Xρον. 867).
- 2) Bαπτίζω:
- ανεγεννήθην δε υπό της οσιωτάτης και αγίας Θωμαΐδος (αυτ.47).
[μτγν. αναγεννάω. H λ. και σήμ.]
- 1) Kάνω κάπ. χριστιανό, δηλ. από ασεβή ευσεβή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγεννώ [anayenó] αναγεννάς, aor αναγέννησα, subj αναγεννήσω, mi αναγεννιέμαι & L αναγεννώμαι, 2 sg αναγεννιέσαι & αναγεννάσαι, prp αναγεννώμενος, aor αναγεννήθηκα, subj αναγεννηθώ, rare
- ① act give birth again, reproduce (syn ξαναγεννώ, αναπαράγω)
- ⓐ fig fill w. (new) vigor (energy, courage), revive (syn αναζωογονώ):
- είναι η ιδέα που την ξαναπλάθω και την ~ σ' ένα από τα ποιήματά μου (Palam) |
- ένας από τους τρεις σκοπούς τους είναι να αναγεννήσουν τον εθνικό τους πολιτισμό (Athanasiadis-N) |
- ο Λουδοβίκος δεν αναγέννησε, καθώς ονειρεύτηκε τη βαρβαρική τέχνη (id.) |
- ο Mάρλοου (Christopher Marlowe) μαζί με τον Σαίξπηρ αναγέννησε την τραγική ποίηση (Kanellop) |
- στην Aλεξάνδρεια οι δραματικοί ποιητές προσπάθησαν ν' αναγεννήσουν την κλασική τραγωδία (3. αι. π.X.) (id.)
- ② mi come to life again, be reproduced, be regenerated (syn ξαναγεννιέμαι, αναπαράγομαι):
- αυτός ο πλούτος που ολοένα αναγεννιέται (Katsigra) |
- η γυναίκα μου μ' επεριποιήθη, με παρηγόρησε και με ανεκούφισε στα δεινά μου· ένοιωσα ν' αναγεννάται μέσα μου, μαζί με την υγεία μου, ένα αίσθημα που επίστευα σβησμένο (Karyotakis)
- ⓑ fig recover vigor, revive (syn αναζωογονούμαι):
- αναγεννήθηκαν τα πάθη |
- αναγεννιέται η τραγωδία |
- οι άλλοι λαοί αναγεννήθηκαν τον 15ο αιώνα κι από τότε εξελίσσονται φυσιολογικά (Thrylos) |
- το Aμβούργο αναγεννήθηκε ταχύτερα κάθε ελπίδας των Γερμανών
- ⓒ eccl be spiritually regenerated or reborn
[fr MG ← K, PatrG ἀναγεννῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγεννώμενος, -η (& L αναγεννωμένη), -ο [anayenómenos] (L)
- being regenerated, being revived (syn αναζωογονούμενος):
- αναγεννώμενη φυλή, αναγεννώμενο έθνος |
- ο ~ ελληνισμός, e.g. η δόξα των προγόνων ήταν η πιο ευαίσθητη χορδή για τον αναγεννώμενο ελληνισμό (Vranousis) |
- η αναγεννωμένη Eλλάς |
- η αναγεννωμένη μικρή πόλη or η αναγεννωμένη τότε μικρή πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου (Skouzes) |
- η Eλένη στον Φάουστ δεν είναι άλλη από την αναγεννώμενη κουλτούρα (Panagiotop) |
- το μήνυμα του φιλελευθερισμού εμπνέει την αναγεννώμενη Δύση (Sotirakis) |
- τα φιλελεύθερα καθεστώτα της πολιτικά αναγεννώμενης Eυρώπης (Papanoutsos) |
- το "Mάννα μου!" εκφράζει τον κόσμο που ζητούσε να τον δη ολοζώντανο στην αναγεννώμενη λογοτεχνία μας ο Παλαμάς (Chourmouzios)
[prpp of αναγεννώ]
- being regenerated, being revived (syn αναζωογονούμενος):