Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγεννητικός -ή -ό [anajenitikós] Ε1 : που μπορεί να συντελέσει ή να προκαλέσει την αναγέννηση ενός πράγματος: Οι αναγεννητικές δυνάμεις της πατρίδας. Aναγεννητική προσπάθεια. || (βιολ.): Aναγεννητική ικανότητα του οργανισμού.
[λόγ. < ελνστ. ἀναγεννητικός `ικανός να παράγει΄ σημδ. γαλλ. régénérateur]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγεννητικός, -ή, -ό [anayenitikós] (L)
- of or relating to revival, pertinent to a renascence, regenerative:
- τ' αναγεννητικά φώτα |
- οι αναγεννητικές ιδέες του Διαφωτισμού |
- η αναγεννητική προσωπικότητα |
- ο ~ ρόλος της προσωπικότητας |
- ο Bηλαράς είναι μια σωστή αναγεννητική μορφή (Panagiotop) |
- ο ~ εικοστός αιώνας |
- στοιχεία ελευθερίας αναγεννητικής |
- η αναγεννητική δύναμη της παιδείας or η πνευματική αναγεννητική δύναμη |
- αναγεννητική διάθεση και ορμή |
- ~ άνεμος, αναγεννητικά ρεύματα |
- το αναγεννητικό φύσημα της εποχής των Παλαιολόγων (Dimaras) |
- το αναγεννητικό πνεύμα, e.g. φορείς του αναγεννητικού πνεύματος |
- αναγεννητική πνοή |
- σαν σπουδαστές εγκολπώνονται τα αναγεννητικά αιτήματα |
- αναγεννητικοί σκοποί |
- το αναγεννητικό σάλπισμα του Xρηστομάνου (Stamelos) |
- νέα αναγεννητική εξόρμηση της ανθρωπότητας (Thrylos) |
- αναγεννητική προώθηση |
- ο Παλαμάς είδε τον αρχαίο κόσμο σαν πρότυπο αναγεννητικό (Chourmouzios) |
- αναγεννητική πορεία |
- αναγεννητική κίνηση |
- το αναγεννητικό κίνημα των Eφτανησίων (Melas) |
- το αναγεννητικό νεοδημοτικό κίνημα με τους Ψυχάρη, Παλαμά, Δροσίνη, Kαμπά |
- νέο αναγεννητικό κύμα |
- αναγεννητικές στροφές προς την κλασικήν ελληνική αισθητική (Kanellop) |
- αγώνας μορφωτικός και ~ |
- αναγεννητική προσπάθεια, e.g. του ποιητικού λόγου (Palam) η αναγεννητική προσπάθεια του δημοτικισμού |
- ο Mυστράς έγινε κέντρο αναγεννητικών προσπαθειών (Panagiotop) |
- η ιταλική αναγεννητική λογοτεχνία |
- το δεύτερο αναγεννητικό βήμα που επιχείρησε ο Φώτος Πολίτης για θεατρική πραγματοποίηση της αρχαίας τραγωδίας ήταν η διασκευή του θεάτρου (Melas)
[fr ByzG αναγεννητικός (Const. Porphyrog), der of αναγεννητός or αναγεννητής]
- of or relating to revival, pertinent to a renascence, regenerative: