Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγαλλιάζω [anaγalázo] Ρ2.1α : αισθάνομαι αγαλλίαση, μεγάλη ψυχική ευφορία: Tον είδα και αναγάλλιασε η ψυχή μου. Aναγάλλιασα από χαρά. ΠAΡ Είδε ο γύφτος τη γενιά* του κι αναγάλλιασε η καρδιά του.
[αν(α)- αγαλλιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγαλλιάζω.
-
- 1) Aισθάνομαι μεγάλη χαρά:
- χαράν έχει κι αναγαλλιάζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1393]).
- 2) (Mτβ.) προξενώ σε κάπ. χαρά:
- ποια κατάνυξη σ’ αναγαλλιάζει; (αυτ. Xορ. β´ [22]).
[<αόρ. του αναγαλλιώ. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- 1) Aισθάνομαι μεγάλη χαρά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγαλλιάζω [anaγaljázo] αναγαλλιάζεις, & region.
- [Crete, Kyth, Dodec etc] & lit [Kazantz etc] αναγαλλιώ), αναγαλλιώ, αναγαλλιάς, ipf αναγάλλιαζα & αναγαλλιούσα, aor αναγάλλιασα, prp αναγαλλιάζοντας, mi αναγαλλιάζομαι (Solom), αναγαλλιάζετο, (Solom), aor αναγαλλιάστηκε (Bekes), ppp αναγαλλιασμένος
- ① intr & mi be very glad, rejoice, exult (syn ευφραίνομαι, πετώ από τη χαρά μου, χαίρομαι [πολύ]):
- αναγαλλιάζει ο κόσμος |
- ~ που σ' ακούω, που σε βλέπω κλ |
- ήπια ένα ποτήρι κρύο νερό κι αναγάλλιασα |
- αναγάλλιασαν βλέποντάς τους να παρελαύνουν |
- poem στα κολασμένα βάθη της καρδίας | από χαρά μεγάλη αναγαλλιάζει (Markoras) |
- κι ως άπλωσε τα χέρια της κι αναγαλλιάστηκε όλη (Bekes) |
- ορθή, βουβή στην έρημο μάχεσαι κι αναγαλλιάς κλ (Kazantz Od 22.7) |
- μα εκείνος, ζωντανός ακούγοντας πως είσαι, αναγαλλιάζει | βαθιά στα φρένα κλ (Homer Il 24.490 Kaz-Kakr)
- ⓐ reflect joy, rejoice:
- αναγάλλιασε το πρόσωπό του |
- το σώμα, το κορμί αναγαλλιάζει |
- αναγαλλιάζουν τα πάντα |
- η πλάση (όλη) αναγαλλιάζει or αναγάλλιασε, e.g. poem θαρρώ την πλάση ως ψηλή Σιών ν' αναγαλλιάζη (Avgeris) |
- μαζί με το σώμα αναγαλλιάζει κ' η ψυχή |
- αναγαλλιάζει (αναγάλλιασε) η ψυχή μου που την είδα |
- η καρδιά του αναγάλλιαζε (αναγάλλιασε), e.g. αναγάλλιασε η καρδιά μου που είδα κλ |
- poem και αν φιληθή, η καρδιά του αναγαλλιάζει (Mavilis) |
- κάτι σκοτεινό μέσα μου αναγάλλιασε (Prevelakis) |
- όσο μένει μαζί τους, αναγαλλιάζουν τα λουλούδια και η ψυχή τους ανοίγει προς το εξαισιότερο τ' όνειρο (Chourmouzios) |
- poem εκοίταζε τ' αστέρια κ' εκείνα αναγαλλιάσαν (Solom) |
- νερά καθαροφλοίσβιστα | γλυκότατα και κρύα | που μέσα αναγαλλιάζετο | η ασύγκριτη ομορφία (id.) |
- και τώρα σε θωρώ και σε γροικώ κι αναγαλλιάζει ο νους μου (Kazantz Od 20.441) |
- αναγαλλιάζει ο ουρανός κ' η γη (Gryparis) |
- ανοίγω το στόμα μου | κι αναγαλλιάζει το πέλαγος (Elytis)
- ② trans cause delight to s.o., gladden (syn ευφραίνω, χαροποιώ):
- με αναγάλλιασες μ' αυτό που μου 'πες |
- τα λόγια αυτά αναγαλλιάσανε την ψυχή του κόσμου |
- μας αναγαλλιάζουν τα λουλούδια |
- μια έκσταση αναγάλλιαζε το πρόσωπό της (KPolitis) |
- poem λέω πως δροσιά μαγιάτικη | με αναγαλλιάζει ακόμα (Markoras) |
- κραυγή αναπάντεχη αναγάλλιασε τα καρδιοσπάραχνά του (Kazantz Od 13.1343) |
- κάτι θαμπό την πλάση αναγαλλιάζει (Takop)
[fr LMG αναγαλλιάζω -ιώ (Cretan lit; Germano, 1622) ← MG αναγαλλιάζω, cpd of pref αν- (ανα-) & MG αγαλλιάζω -ιώ]