Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγέννηση η [anajénisi] Ο33 : 1.εποχή αναδημιουργίας ή αναμόρφωσης στον πολιτιστικό ή κοινωνικοοικονομικό τομέα, η οποία ακολουθεί μια περίοδο παρακμής: ~ των γραμμάτων και των τεχνών / του εμπορίου και της ναυτιλίας. Πολιτική και κοινωνική ~. || (θεολ.): Ψυχική ~. 2. το ξαναζωντάνεμα: H ~ της φύσης. 3. Aναγέννηση, περίοδος στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού που χρονικά βρίσκεται μετά το Mεσαίωνα, χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη των τεχνών, των γραμμάτων και των επιστημών και διαπνέεται από το πνεύμα της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας. 4. (βιολ.) η αναπλήρωση τμημάτων ενός οργανισμού που έχουν υποστεί φθορά ή ακρωτηριασμό.
[λόγ.: 1, 2: ελνστ. ἀναγέννη(σις) `νέα γέννηση΄ -ση· 3: σημδ. γαλλ. renaissance· 4: σημδ. αγγλ. regeneration]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγέννηση [anayénisi] η, gen αναγέννησης & αναγεννήσεως, pl αναγεννήσεις (L)
- ① lit rebirth, regeneration (syn αναβίωση, ξαναγέννημα):
- κάθε είδος όντων και ακόμα και κάθε άτομο διαθέτει συγκεκριμένο σκοπό ανάλογα με το μέγεθος, ..., την εξάντληση και την ~ των οργάνων (Louros)
- ⓐ bot acquisition by a plant of new parts such as roots, branches, leafage etc, regeneration
- ② fig acquisition of new vigor, resurgence, rebirth, regeneration (syn αναδημιουργία, αναμόρφωση, ανανέωση):
- ~ της ζωής, ~ της οικογένειας, του τόπου |
- κοινωνική ~ |
- ~της παιδείας και της κουλτούρας |
- ~ των επιστημών or επιστημονική |
- φιλολογική ~ |
- θεατρική ~, ~ της σκηνικής τέχνης |
- πνευματική ~ του κόσμου or του έθνους |
- ~ του πνεύματος, e.g. με τον Hufeland αρχίζει η πραγματική ~ του ιατρικού πνεύματος |
- το έργο του Παλαμά εσημείωσε την ~ του πνεύματος στον τόπο μας (Chatzinis) |
- ο Bηλαράς, "πρόδρομος" της αναγέννησης του δημοτικού λόγου στην πνευματική ζωή (Melas) |
- το μεγάλο κίνημα του δημοτικισμού γοργά προβαίνει από το 1882 με στέρεο βήμα για την ~ της ζωντανής παράδοσης (id.) |
- το ιταλικό θέατρο ζη με αναγεννήσεις (Athanasiadis-N) |
- ~ της σκηνικής τέχνης |
- η επίσκεψη στους Aγίους τόπους είναι μία ~ |
- ~ της ποιήσεως, του ιστορικού μυθιστορήματος
- ⓑ revival, esp of a race, nation, state, or culture:
- ~ του γένους των Eβραίων |
- ελληνική ~ (18th-19th c.) (near-syn διαφωτισμός) e.g. το Σολωμό τον σήκωνε στα φτερά του το τεράστιο κίνημα της ελληνικής αναγέννησης (Melas) |
- νεοελληνική ~, e.g. ο Pήγας στάθηκε ο πρώτος αληθινός και γνήσιος ιδεολόγος της νεοελληνικής αναγέννησης (id.) |
- πολιτική ~ της Eλλάδος (syn ανάσταση των Eλλήνων ως έθνους και ως κράτους) (Vacalop) |
- η ~ της Eλλάδος στο Bυζάντιο (Kanellop) |
- η ~του ελληνικού έθνους the revival, i.e. its liberation fr slavery through the revolution of 1821-7
- ⓒ η Aναγέννηση the Renaissance, in Italy (13th-16th c.) and later (until the 18th c.) in Europe:
- Aναγέννηση, αναμόρφωση της ανθρωπίνης ζωής (Georgoulis) |
- ιταλική Αναγέννηση |
- πρώιμη Αναγέννηση quatrocento (syn πρωτοαναγεννησιακή εποχή) κλασική Αναγέννηση quinquecento, high Renaissance, όψιμη or ύστερη Αναγέννηση late Renaissance (syn υστεροαναγεννησιακή εποχή) |
- εποχή της Aναγεννήσεως |
- γοτθική Αναγέννηση |
- αρχιτεκτονική και ζωγραφική της Αναγεννήσεως |
- τα έργα των μεγάλων ζωγράφων της Αναγέννησης
- ③ theol, eccl regeneration, rebirth:
- ~ της ψυχής spiritual rebirth
[fr MG αναγέννησις ← ByzG, PatrG ← K (Philo)]
- ① lit rebirth, regeneration (syn αναβίωση, ξαναγέννημα):