Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγάπητος, επίθ.
-
- Που δεν αγαπιέται, που δεν αξίζει να αγαπηθεί:
- πράγμα … αναγάπητο (Πιστ. βοσκ. IV 1, 28 (έκδ. ’ναι αγαπικόν).)>
[<στερ. αν‑ + επίθ. αγαπητός. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Που δεν αγαπιέται, που δεν αξίζει να αγαπηθεί:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγάπητος, -η, -ο [anaγápitos] region. & lit
- unworthy of being loved, or not being loved (syn ασυμπαθής, ant αγαπημένος, αγαπητός):
- poem βασιλοκόρη, αναγάπητη, άκλαυτη! (Drosinis)
- ⓐ unreconciled (syn αναγάπιστος, ant συμφιλιωμένος):
- είμαστε ακόμα αναγάπητες (Prevelakis)
[fr MG αναγάπητος, cpd w. MG αγαπητός]
- unworthy of being loved, or not being loved (syn ασυμπαθής, ant αγαπημένος, αγαπητός):