Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναγαλλιά η.
-
- Xαρά, ευφροσύνη:
- (Φαλιέρ., Iστ. 474 κριτ. υπ).
[<αναγαλλιώ. T. ‑γάλλια σήμ. ιδιωμ.]
- Xαρά, ευφροσύνη:
- αναγάλλια [anaγálja] η, region. & lit
- pleasant state of mind, inner joy, exultation, delight (syn αγαλλίαση, αναγάλλιαση, αναγάλλιασμα, ευφροσύνη, [μεγάλη] χαρά, ant θλίψη, καημός, πίκρα):
- πηγή αναγάλλιας |
- έδειξε αληθινή ~ |
- ένοιωσε μια δυνατή ~ στην ψυχή (Myriv) |
- μεγάλη, πολλή, βαθιά, ανείπωτη, ανέκφραστη, άφταστη, απέραντη, υπέρτατη, ουράνια ~ |
- σε πολλή και ~ και θλίψη (Panagiotop) |
- σιωπηλή ~ |
- κρυφή ~, e.g. με ~ χαίρουνται κρυφή |
- ένοιωθαν μια μυστική ~ |
- μια παράδοξη ~ |
- το όραμα της Aκαρνανίας προσφέρει αλλόκοτη ~ (Panagiotop) |
- πολεμόχαρη ~ |
- ~ ερωτική |
- παραδόθηκε στην ~, γιομίζει η ψυχή σου ~ |
- φωνάζει με ~, ξεφωνητά αναγάλλιας |
- η ~ του ρυθμού, η ~ του πρωτοϊδομένου |
- ο γιος προκαλούσε γενική ~ |
- μας συνεπήρε μια απρόσμενη ~ |
- χαιρότανε τον πόνο του μ' άγρια ~ |
- poem τι να τις κάνω γω μαθές του νου τις κούφιες αναγάλλιες (Kazantz Od 16.556) |
- ω τρίσβαθη ~ των φρενών μου | που προσμένανε οργωμένα τη σπορά (Sikel) |
- μια ~ | μας πλημμυράει τότες κ' ένα κατορθωμένο φως (Papatsonis)
- ⓐ the personification of exultation:
- poem ... σα γύριζε (sc ο Έχτορας) απ' τη μάχη | γερός, τι αλήθεια κ' ήταν σ' όλους μας η πιο τρανή ~ (Homer Il 24.706 Kaz-Kakr)
[fr LMG αναγαλλιά, der of MG αναγαλλιώ (-ιάζω), as mod. Pontic αγαλλία fr MG, K ἀγαλλιῶ]
- pleasant state of mind, inner joy, exultation, delight (syn αγαλλίαση, αναγάλλιαση, αναγάλλιασμα, ευφροσύνη, [μεγάλη] χαρά, ant θλίψη, καημός, πίκρα):
- αναγαλλιάζω [anaγalázo] Ρ2.1α : αισθάνομαι αγαλλίαση, μεγάλη ψυχική ευφορία: Tον είδα και αναγάλλιασε η ψυχή μου. Aναγάλλιασα από χαρά. ΠAΡ Είδε ο γύφτος τη γενιά* του κι αναγάλλιασε η καρδιά του.
[αν(α)- αγαλλιάζω]
- αναγαλλιάζω.
-
- 1) Aισθάνομαι μεγάλη χαρά:
- χαράν έχει κι αναγαλλιάζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1393]).
- 2) (Mτβ.) προξενώ σε κάπ. χαρά:
- ποια κατάνυξη σ’ αναγαλλιάζει; (αυτ. Xορ. β´ [22]).
[<αόρ. του αναγαλλιώ. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- 1) Aισθάνομαι μεγάλη χαρά:
- αναγαλλιάζω [anaγaljázo] αναγαλλιάζεις, & region.
- [Crete, Kyth, Dodec etc] & lit [Kazantz etc] αναγαλλιώ), αναγαλλιώ, αναγαλλιάς, ipf αναγάλλιαζα & αναγαλλιούσα, aor αναγάλλιασα, prp αναγαλλιάζοντας, mi αναγαλλιάζομαι (Solom), αναγαλλιάζετο, (Solom), aor αναγαλλιάστηκε (Bekes), ppp αναγαλλιασμένος
- ① intr & mi be very glad, rejoice, exult (syn ευφραίνομαι, πετώ από τη χαρά μου, χαίρομαι [πολύ]):
- αναγαλλιάζει ο κόσμος |
- ~ που σ' ακούω, που σε βλέπω κλ |
- ήπια ένα ποτήρι κρύο νερό κι αναγάλλιασα |
- αναγάλλιασαν βλέποντάς τους να παρελαύνουν |
- poem στα κολασμένα βάθη της καρδίας | από χαρά μεγάλη αναγαλλιάζει (Markoras) |
- κι ως άπλωσε τα χέρια της κι αναγαλλιάστηκε όλη (Bekes) |
- ορθή, βουβή στην έρημο μάχεσαι κι αναγαλλιάς κλ (Kazantz Od 22.7) |
- μα εκείνος, ζωντανός ακούγοντας πως είσαι, αναγαλλιάζει | βαθιά στα φρένα κλ (Homer Il 24.490 Kaz-Kakr)
- ⓐ reflect joy, rejoice:
- αναγάλλιασε το πρόσωπό του |
- το σώμα, το κορμί αναγαλλιάζει |
- αναγαλλιάζουν τα πάντα |
- η πλάση (όλη) αναγαλλιάζει or αναγάλλιασε, e.g. poem θαρρώ την πλάση ως ψηλή Σιών ν' αναγαλλιάζη (Avgeris) |
- μαζί με το σώμα αναγαλλιάζει κ' η ψυχή |
- αναγαλλιάζει (αναγάλλιασε) η ψυχή μου που την είδα |
- η καρδιά του αναγάλλιαζε (αναγάλλιασε), e.g. αναγάλλιασε η καρδιά μου που είδα κλ |
- poem και αν φιληθή, η καρδιά του αναγαλλιάζει (Mavilis) |
- κάτι σκοτεινό μέσα μου αναγάλλιασε (Prevelakis) |
- όσο μένει μαζί τους, αναγαλλιάζουν τα λουλούδια και η ψυχή τους ανοίγει προς το εξαισιότερο τ' όνειρο (Chourmouzios) |
- poem εκοίταζε τ' αστέρια κ' εκείνα αναγαλλιάσαν (Solom) |
- νερά καθαροφλοίσβιστα | γλυκότατα και κρύα | που μέσα αναγαλλιάζετο | η ασύγκριτη ομορφία (id.) |
- και τώρα σε θωρώ και σε γροικώ κι αναγαλλιάζει ο νους μου (Kazantz Od 20.441) |
- αναγαλλιάζει ο ουρανός κ' η γη (Gryparis) |
- ανοίγω το στόμα μου | κι αναγαλλιάζει το πέλαγος (Elytis)
- ② trans cause delight to s.o., gladden (syn ευφραίνω, χαροποιώ):
- με αναγάλλιασες μ' αυτό που μου 'πες |
- τα λόγια αυτά αναγαλλιάσανε την ψυχή του κόσμου |
- μας αναγαλλιάζουν τα λουλούδια |
- μια έκσταση αναγάλλιαζε το πρόσωπό της (KPolitis) |
- poem λέω πως δροσιά μαγιάτικη | με αναγαλλιάζει ακόμα (Markoras) |
- κραυγή αναπάντεχη αναγάλλιασε τα καρδιοσπάραχνά του (Kazantz Od 13.1343) |
- κάτι θαμπό την πλάση αναγαλλιάζει (Takop)
[fr LMG αναγαλλιάζω -ιώ (Cretan lit; Germano, 1622) ← MG αναγαλλιάζω, cpd of pref αν- (ανα-) & MG αγαλλιάζω -ιώ]
- αναγάλλιαση η· αναγάλλιασις· αναγαλλίασις· ανεγάλλιαση.
-
- 1) Xαρά, ευφροσύνη, ικανοποίηση:
- Mεγάλην αναγάλλιαση μέσα γροικά η καρδιά μου (Kατζ. Γ´ 207)·
- θεράπιο κι αναγάλλιασην ήπαιρνε το κορμί μου (Eρωτόκρ. A´ 858).
- 2) Xαρά, εορτασμός:
- ανεγάλλιασες της χώρας (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3447).
[<αναγαλλιάζω + κατάλ. ‑ση. O τ. ‑ίασις στο Bλάχ. H λ. και ο τ. ανε‑ και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Xαρά, ευφροσύνη, ικανοποίηση:
- αναγάλλιαση [anaγáljasi] η, pl αναγάλλιασες, region. & lit (intense)
- delight, (great) joy, exultation, euphoria (syn in αναγάλλια):
- η ~ του ανθρώπου |
- σωματική ~, ~ της ζωής, ~ της ψυχής |
- κρυφή ~, βουβή~, αόριστη ~, άφραστη ~ |
- μουρμούρισμα με ~ |
- η τέχνη δίνει στον άνθρωπο τη μεγαλύτερη και την καθαρότερη ~ που μπορεί να δοκιμάση στον κόσμο (Kalosgouros) |
- η Λιόλια ξεφώνισε απ' την αναγάλλιασή της (Christomanos) |
- όλες οι νύχτες ετούτες κ' οι μέρες συγκερνούνταν μέσα μου και γέμιζαν το σπλάχνο μου ~ κι αγωνία (Kazantz) |
- ο λόγος δεν τεχνουργείται για να τοποθετηθή μπροστά κ' έξω από τον άνθρωπο για αναγάλλιασή του, συνυπάρχει με τον άνθρωπο (Karantinos) |
- poem στην ~ της γης | έλα να σμίξομε κ' εμείς, | παρθένα ωραία, τα χείλη (Markoras) |
- σε τέτοιες αναγάλλιασες κρυφά συνενωμένοι | οι καλορίζικοι περνούν τριάντα μέρες (Markoras transl of Schiller) |
- σ' αγαπώ με της θλίψης τα τρηδόνια | και με της αναγάλλιασης τα κρίνα (Palam) |
- πα στην κορφή της αναγάλλιασης θρονιάζεται η τρομάρα (Kazantz Od 5.366) |
- σε άγια γαλήνη κι ~ βασιλικό ζευγάρι (ib 9.879) |
- ενώ πίνει | η ~ δακρύζει μες στα μάτια του (Sikel) |
- ... ο κρανοσείστης Έχτορας θα ιδούμε αν θα γελάση | από ~, στα διάβατα καθώς μας δη στη μάχη (Homer Il 8.378 Kaz-Kakr)
[fr LMG αναγάλλιαση (αναγαλλίασις in Ger. Vlachos, 1659) ← MG αναγάλλιαση (bes αναγαλλίασις &αναγάλλιασις), der of αναγαλλιώ as αγαλλίαση (← MG αγαλλίαση, αγαλλίασις ← K ἀγαλλίασις) fr ἀγαλλιῶ]
- delight, (great) joy, exultation, euphoria (syn in αναγάλλια):
- αναγάλλιασμα το [anaγálazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του αναγαλλιάζω, η ψυχική ευφορία.
[αναγαλλιασ- (αναγαλλιάζω) -μα]
- αναγάλλιασμα [anaγáljazma] το, region. & lit (& lit ανεγάλλιασμα) = αναγάλλιαση
- :
- ~ της καρδιάς, ~ της ψυχής |
- ένα ~ του συντάραξε το στήθος |
- νοιώθω πραγματικό ~ |
- ~ χύθηκε στο πρόσωπό της |
- με του ήλιου το φως χαρά και ~ στον κόσμο πέρα για πέρα (Palam) |
- το βουλκωμένο αυλάκι, των παπιών ~ (id.) |
- γεμίζει ~ το πνεύμα μας, απολησμονούμε και δυσκολίες και θλίψεις (Panagiotop) |
- με τι ~ που έκρουγαν τις μύτες τους οι πελαργοί πάνω στα κεραμίδια! (Karagatsis) |
- η νέα άνοιξη έλαμψε με τ' αναγάλλιασμά της (Myriv) |
- η καρδιά σκιρτούσε από τ' ανεγάλλιασμα (id.) |
- poem του δολερού ~ τα μαραζώνει τα ξεφτέρια του νου και της καρδιάς τ' αηδόνια! (Palam) |
- όμορφη που έγινες, γλυκιά που έγινες | αγάπη στ' αναγάλλιασμά σου (Seferis) |
- ... η γόνιμη Δημήτηρ | το σπιτικό ~ φαιδρύνει (Panagiotop)
[der of αναγαλλιάζω (αναγαλλίασμα in Ger. Vlachos, 1659, is rather L element fr MG αναγαλλιώ as αγαλλίαμα fr αγαλλιώ); cf αγαλλίασμα bes αγαλλίαμα]
- αναγαλλιασμένος, -η, -ο [anaγaljazménos]
- delighted, exulted, joyous (syn χαρούμενος):
- πέρασε ζωή αναγαλλιασμένη |
- τ' άλλα δελφίνια χοροπήδηξαν κι όλα μαζί γυρίσανε και φύγανε τρεχάτα κι αναγαλλιασμένα (Bastias) |
- ο καραβοκύρης καπετανεύει ~ (Vlami)
[fr MG αναγαλλιασμένος, ppp of αναγαλλιάζω]
- delighted, exulted, joyous (syn χαρούμενος):