Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβροχιά η [anavroxá] Ο24 : (προφ.) η έλλειψη βροχής· το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου δεν έχει βρέξει· ανομβρία, ξηρασία: H φετινή ~ τα ξέρανε όλα. ΠAΡ Στην ~ καλό (είν΄) και το χαλάζι, όταν αρκούμαστε σε κτ. που δε μας ικανοποιεί απόλυτα, γιατί δεν μπορούμε να έχουμε αυτό που θέλουμε.
[ανα- (δες α- 1) βροχ(ή) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβροχιά [anavro] η, (& region. ανεβροχιά)
- ① lack of rain, dryness, drought (syn in αβροχιά):
- μεγάλη or πρωτόφανη ~ |
- έχουμε αναβροχιές |
- μας πλάκωσε ~ |
- είχε πέσει ~ |
- prov στην ~ καλό 'ν' και το χαλάζι or shortened σαν το χαλάζι στην ~ in the lack of the normal quantity, thing etc, one welcomes, or should be satisfied w., even a little bit (cf Eng half a loaf is better than none), so e.g. στην ~ κάτι ήταν και οι λόγοι του τσαρίσκου (Roussos) |
- τα δέντρα ήτανε ξερά απ' το καλοκαίρι κι από την ~ (Petsalis) |
- καμιά φορά τύχαινε να πιάση υπερβολική ζέστη και ~ (Kakridis transl of Nilsson) |
- poem η ~ και η λοιμική και η πείνα ξολοθρεύουν (Palam) |
- τον καιρό της μεγάλης στέγνιας | -σαράντα χρόνια ~ - | ρημάχτηκε όλο το νησί (Seferis)
- ② journal., fig ~ ύλης journal. insufficiency of material
[cpd of pref ανα- & αβροχιά or der of ανάβροχος]
- ① lack of rain, dryness, drought (syn in αβροχιά):