Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβράζων -ουσα -ον [anavrázon] Ε12 : που αναβράζει: Aναβράζοντα δισκία, δισκία που διαλύονται στο νερό δημιουργώντας φυσαλίδες.
[λόγ. μεε. του αναβράζω]