Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβράζω [anavrázo] Ρ2.1α (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : για κτ. που αναταράζεται όπως σε βρασμό. α. για ζύμωση: Aναβράζει ο μούστος. β. (μτφ.) για ψυχική αναταραχή.
[α: μσν. αναβράζω < αρχ. ἀναβράσσω `βράζω κτ. μέχρι να κοχλάσει΄ μεταπλ. κατά το ελνστ. βράζω < αρχ. βράσσω· β: λόγ. σημδ. αγγλ. seethe]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβράζω [anavrázo] ipf ανάβραζα, aor ανάβρασα, ppp αναβρασμένος
- ① boil again (syn ξαναβράζω)
- ⓐ boil up, bubble, seethe (syn βράζω πολύ, χοχλάζω):
- το νερό βράζει κι αναβράζει |
- τώρα στα στερνά η γης εσκιρτούσε σαν το χόχλο στο νερό που αναβράζει (Solom) |
- ολάκερη η τοποθεσία είχε φουντώσει, βρόνταγε κι ανάβραζε σαν καταχθόνιο σιδεράδικο (Terzakis) |
- όπως το θαλασσόρεμα που αναβράζει στους σκοτεινούς βυθούς (Foteinos) |
- οι φλόγες ... με στήθη που ανάβραζαν τον όλεθρο (Karkavitsas) |
- phr αναβράζει το αίμα του he is wildly angered, e.g. ατάραχος ο γέρος συνέχιζε την κουβέντα του, ενώ το αίμα μου εμένα άρχιζε ν' αναβράζη (Terzakis)
- ② synecd ferment, of must or mash (syn υφίσταμαι ζύμωση):
- αναβράζει ο μούστος (or το κρασί)
- ③ foam, of rough sea (syn αφρίζω, φουσκώνω)
- Ⓐ fig boil over, seethe (w. passion), get angered:
- η καρδιά μου ανάβρασε |
- αναβράζει ολάκερος |
- μέσα του ... αναβράζει αδιάκοπα η ανησυχία (Terzakis) |
- ανάβραζε από το θυμό του or από το κακό του |
- ο λαός αλαλάζει και πάει κ' έρχεται, λες κι αναβράζει (Petsalis)
[fr ByzG, MG αναβράζω ← AG ἀναβράσσω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβράζων -ουσα -ον [anavrázon] Ε12 : που αναβράζει: Aναβράζοντα δισκία, δισκία που διαλύονται στο νερό δημιουργώντας φυσαλίδες.
[λόγ. μεε. του αναβράζω]