Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβολή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναβολή η [anavolí] Ο29 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβάλλω, η μετάθεση μιας ενέργειας σε μελλοντικό χρόνο: H ~ του ταξιδιού / των εκλογών. H υπεράσπιση πέτυχε ~ της δίκης. H υπόθεση δε σηκώνει / δεν επιδέχεται ~ / αναβολές. Aπό ~ σε ~ το πηγαίνει, συνεχώς το αναβάλλει. || (έκφρ.) χωρίς ~, αμέσως, οπωσδήποτε: Nα το κάνεις χωρίς ~. 2. η μετάθεση της εκπλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεων κάποιου: Zητώ / παίρνω / έχω ~. Διακόπτω την ~ μου. Tου ΄δωσαν ~ λόγω σπουδών / για λόγους υγείας.

[λόγ. < αρχ. ἀναβολή `καθυστέρηση΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναβολή [anavolí] η,
  • ① region. (Eub, Peloponn etc) margin of a field, which is not plowed but dug w. the mattock:
    • θα κάμω την ~
  • ⓐ region. (Peloponn, Samos etc) turn of the plowing yoke of oxen at the field's ends
  • ② putting off, postponement, delay:
    • ~ πληρωμής, του ταξιδιού, του διαγωνισμού, των εκλογών κλ |
    • ~ του γάμου, e.g. η Aντιγόνη δεν αγαπούσε τις αναβολές (sc του γάμου) (Theotokas) |
    • χωρίς ~ (L άνευ αναβολής) without delay, e.g. αυτό πρέπει να γίνη άνευ αναβολής or παρακίνησε τον ανιψιό της να κατεβή στην Eλλάδα άνευ αναβολής (Nirvanas) |
    • χωρίς άλλη ~ without deferring any longer |
    • πρόφαση γι' ~ stall |
    • δεν παίρνει ~ or το ζήτημα δεν επιδέχεται ~ the matter permits of no delay |
    • ~ νομοσχεδίου tabling a bill |
    • τα ατομικά συμφέροντα εβάρυναν κατά πολύ υπέρ της αναβολής (Petsalis) |
    • η ζωή είναι μια ασταμάτητη ~ του θανάτου (Panagiotop) |
    • poem όλα τα πάντα στην αναβολήν είναι αφησμένα (Malakasis)
  • ⓑ milit ~ κατατάξεως or ~ (προσελεύσεως στρατευσίμων) (temporary) deferment (syn αναστολή):
    • δίνω ~ σε κ. defer s.o. |
    • πήρε δύο χρόνια ~
  • ⓒ law (court) writ of supersedeas, adjournment, e.g. ~ της δίκης stay of proceedings, adjournment of a case, continuance
  • ⓓ econ ~ εξοφλήσεως (χρέους) moratorium granted (for a debt), e.g. εδόθη ~

[fr K, AG ἀναβολή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες