Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβολέας ο [anavoléas] Ο21 : 1.σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από τη σέλα, για να πατά ο ιππέας και να ανεβαίνει στο άλογο. 2. (ανατ.) ένα από τα τέσσερα οστάρια που υπάρχουν στο μέσον ους.
[λόγ. < ελνστ. ἀναβολεύς, αιτ. -έα `ιπποκόμος που βοηθάει τον αναβάτη΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβολέας [anavoléas] ο, gen αναβολέα & (L) αναβολέως, pl (L) αναβολείς
- ① (L) naut the rung of the rope outer-ladder of ships (syn ποδάρι πασαδόρου):
- πιάνω τον αναβολέα
- ② (L) stirrup (syn ζεγκί, σκάλα):
- οι Bυζαντινοί χρησιμοποίησαν στην ιππασία τον αναβολέα (Chatzinikou) |
- κάθονται στις σέλες ... με τα γόνατα πολύ ψηλά και με αναβολείς κοντούς (Vacalop) |
- ένα απότμημα από κρατήρα σώζει μέρος της λαβής σε σχήμα αναβολέως (Kallipolitis)
- ⓐ anat stirrup (of the ear) stapes
- ③ zoo, region. (Eub, Sterea, Thrace etc) mole
[fr K ἀναβολεύς 'one helping s.o. to ascend']
- ① (L) naut the rung of the rope outer-ladder of ships (syn ποδάρι πασαδόρου):