Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβλητικός -ή -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναβλητικός -ή -ό [anavlitikós] Ε1 : 1.που συνήθ. αναβάλλει, που μεταθέτει στο μέλλον ό,τι θα έπρεπε να κάνει αμέσως: ~ άνθρωπος. 2α. που μπορεί να επιφέρει αναβολή, να μεταθέσει την εκτέλεση μιας πράξης: Aναβλητικοί λόγοι. Aναβλητική τακτική. β. (νομ.) αναβλητική ένσταση, που επικαλείται νομική ή άλλη αιτία για την αναβολή της εκδίκασης μιας υπόθεσης.

[λόγ. αναβλη- (θ. του αναβάλλω) -τικός (2β: σημδ. γαλλ. d΄ajournement)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναβλητικός1 [anavlitikós] ο,
  • procrastinator:
    • ο ονειροπόλος και ο ~ βρίσκονται ολότελα έξω από το ρυθμό της καθημερινής ζωής (Panagiotop) |
    • προπάντων με το διαβολικό κι αλύπητο ξεκάμπισμα των αναβλητικών, με την τεχνική τους ενοχοποίηση στα μάτια των Tούρκων, ο Παπαφλέσας κατάφερε να της αφαιρέση (της λογικής και της φρονιμάδας) όλο το έδαφος (Melas)

[substantiv. of αναβλητικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναβλητικός2, -ή, -ό [anavlitikós]
  • procrastinating, delaying, dilatory, of persons, things and actions:
    • άνθρωπος φύσει ~ |
    • είμαι ~ be a procrastinator |
    • εκείνοι αποφασιστικοί, τούτοι αναβλητικοί (Kakridis transl of Thuc 1.70) |
    • η ιδέα πως μπορούσε με το διαζύγιο να τη χάση τον έκανε δισταχτικό, αναβλητικό και δυστυχισμένο (Xenop) |
    • αναβλητικά εμπόδια |
    • λόγοι αναβλητικοί |
    • αναβλητική μέθοδος dilatory method |
    • αναβλητική τακτική dilatory tactics |
    • law αναβλητική ένσταση dilatory exception, e.g. η πώληση με δοκιμή λογίζεται πως γίνεται με την αναβλητική αίρεση πως θα την εγκρίνη ο αγοραστής (Christidis AK) |
    • η σύμβαση έγινε με αναβλητική αίρεση (ib) |
    • αναβλητικό κώλυμα είναι ότι δεν επιτρέπεται να συνάψη γάμο η γυναίκα πριν περάσουν δέκα μήνες από την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του προηγούμενου γάμου της (ib)

[fr MG αναβλητικός, as warranted by adv αναβλητικώς (Eustathius)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες