Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβλάστηση η [anavlástisi] Ο33 : η καινούρια βλάστηση.
[λόγ. < ελνστ. ἀναβλάστη(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβλάστηση [anavlástisi] η, pl αναβλαστήσεις (L)
- ① growth, growing again:
- η λατρεία του Άδωνη συμβολίζει τον θάνατο και την ~ της φύσεως (Sfyroeras) |
- ο μύθος συμβολίζει το φαινόμενο της αναβλάστησης στα τρία κύρια στάδιά του |
- τη βλάστηση, τη θαλερότητα και την εξαφάνιση του σπέρματος μέσα στη γη κατά τους χειμερινούς μήνες (Chourmouzios)
- ② fig rebirth, regeneration (syn αναγέννηση, ξαναγέννημα):
- ~ |
- όλες οι αναβλαστήσεις του μολδοβλαχικού μπαρόκου και της ανατολίτικης δεσποτείας δεν ήσαν τα μόνα που αντικρύσαμε επάνω στην επιτύμβια πλάκα (Papatsonis) |
- poem απ' τη δική σου αυτή ψυχή προσμένω, ω πώς προσμένω! | καινούργια σου ~ μια μέρα να μου εμήνα (Athanas)
[fr K ἀναβλάστησις 'up-shooting', der of ἀναβλαστάνω]
- ① growth, growing again: