Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβιβασμός ο [anavivazmós] Ο17 : (γραμμ.) ~ του τόνου, μετάθεση του τόνου σε προηγούμενη συλλαβή.
[λόγ. < ελνστ. ἀναβιβασμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβιβασμός [anavivazmós] ο, (L)
- ① raising, lifting (syn ανέβασμα)
- ② raising, increasing (syn ανέβασμα, άνοδος):
- ~ των τιμών
- ③ theat putting on the stage, staging, production (syn in αναβίβαση 1)
- ④ gramm shifting:
- ~ του τόνου (as e.g. in voc δέσποντα vis-à-vis nom δεσπότης)
[fr LK αναβιβασμός, der of αναβιβάζω]